Κυριακή 18 Μαΐου 2014

Μια βραδιά στη λυρική

Η 37χρονη κοκκινομάλλα ακούμπησε μουδιασμένη στο κιγκλίδωμα που οριοθετούσε την περίμετρο του έφιππου ανδριάντα του Κολοκοτρώνη στην πλατεία της παλιάς βουλής. Δεν κατάλαβε γιατί αποφάσισε να σταματήσει εκεί. Τις τελευταίες ώρες περιφερόταν άσκοπα στους δρόμους του κέντρου. Άσκοπα όσο άσκοπη ένιωθε και την ύπαρξή της. Σήμερα είχε απολυθεί από την εργασία της ενώ ήδη της οφείλονταν μισθοί 6 μηνών. Τελικά το σύμπαν ποτέ δε συνωμοτούσε.
 «Είμαι 37 χρονών.» σκέφτηκε «37 και τι έχω καταφέρει στη ζωή μου; Να μην έχω τίποτα σταθερό παρά μόνο ένα σταθερά αρνητικό ισοζύγιο στα οικονομικά μου. Όσο για προσωπική ζωή ας μην το συζητώ καν. Αχ σύμπαν!» στέναξε.
Ένας μεγάλος μαύρος σκύλος που καθόταν αραγμένος λίγα μέτρα πιο δίπλα της, σήκωσε αργά το κεφάλι του και έμεινε να την παρατηρεί με προσοχή αλλά εκείνη βυθισμένη στην απόλυτη μιζέρια της δεν τον πρόσεξε καν.
Ξαφνικά το στομάχι της γουργούρισε και θυμήθηκε πως ήταν νηστική από το πρωί. «Η αυτοκτονία αναβάλλεται» μονολόγησε «μέχρι να ικανοποιηθούν οι φυσικές ανάγκες της πυραμίδας του Maslow.» Έβγαλε μία σοκολάτα από την τσάντα της, την ξετύλιξε και ετοιμαζόταν να τη δαγκώσει όταν εντελώς απρόσμενα ο μαύρος σκύλος σήκωθηκε, έτρεξε γρήγορα προς το μέρος της και με το μπροστινό του πόδι της έριξε τη σοκολάτα από το χέρι. Η κοπέλα τον κοίταξε περίλυπη.
«Λυπήσου με, σκύλε!  Αυτή η σοκολάτα ήταν η ύστατή μου παρηγοριά. Μου την στέρησες και τώρα φεύγω!» Και με αυτά τα λόγια ξεκίνησε φουριόζα να βαδίζει προς την αντίθετη κατεύθυνση. Δεν είχε όμως κάνει παραπάνω από δύο μέτρα όταν άκουσε από πίσω της κάποιον να της μιλά με μπάσα φωνή: «Γιατί φεύγετε τόσο βιαστικά, Καλλιπάτειρα; Η σημερινή ημέρα δεν έχει ακόμα τελειώσει. Και σταματήστε να αναζητάτε παρηγοριά σε σοκολάτες. Παχαίνουν.»
Κοκκάλωσε και γύρισε να κοιτάξει ποιος της είχε μιλήσει με αυτόν τον τρόπο. Ο μόνος όμως που είδε ήταν ο σκύλος που καθόταν ακίνητος και την κοιτούσε με προσήλωση.
«Ποιος μίλησε;» ρώτησε κοιτάζοντας με αγωνία τριγύρω. «Δε με λένε Καλλιπάτειρα.» Ο σκύλος την πλησίαζε αργά και όταν έφτασε σε απόσταση μισού μέτρου τον είδε έντρομη να ανοίγει το στόμα του και να της απαντά.
«Δε σε λένε αλλά πάντα ήθελες να σε λένε έτσι. Από μικρή θαύμαζες  την Καλλιπάτειρα, την γυναίκα που παραβίασε τους κανόνες των αρχαίων ολυμπιακών αγώνων και μεταμφιέστηκε σε άντρα για να τους παρακολουθήσει. Ε, λοιπόν σήμερα έχεις κι εσύ τη δυνατότητα να παραστρατήσεις από την πεπατημένη και να κάνεις κάτι ανάλογο». 
Η κοκκινομάλλα κοπέλα κοίταξε άναυδη τον σκύλο.
«Μάλλον τα γεγονότα της ημέρας ήταν υπερβολικά έντονα για να τα αντέξω. Αν άρχισαν ήδη οι παραισθήσεις αναρωτιέμαι τι θα επακολουθήσει μετά.»
«Δεν έχετε παραισθήσεις, φίλτατη.» συνέχισε ο σκύλος πάλι σε πληθυντικό ευγενείας. «Είμαι εξίσου πραγματικός με εσάς. Και όχι, δεν είμαι ο διάβολος.» είπε σα να διάβαζε τη σκέψη της. «Γιατί κάθε μαύρος σκύλος που μιλά πρέπει με το ζόρι να είναι ο διάβολος;» ρουθούνισε ενοχλημένος.
«Ποιος είσαι λοιπόν αν όχι μία παραίσθηση που είναι και ένα από τα πρώτα συμπτώματα της σχιζοφρένειας;»
«Το μυαλό σου είναι μία χαρά εδραιωμένο στην πραγματικότητα, μην ανησυχείς. Υπερβολικά εδραιωμένο, θα έλεγα, αλλά θα το διορθώσουμε » συνέχισε ο σκύλος πάλι στον ενικό. «Με λένε Σωτήρη και είμαι απλά ένας σκύλος που τυγχάνει να έχω ορισμένα ιδιαίτερα ταλέντα. Σήμερα θα είμαι ο συνοδός σου σε μία από αυτές τις εκδηλώσεις που ήθελες καιρό να πας αλλά θεωρούσες ότι δεν μπορείς γιατί, όπως συχνά επαναλαμβάνεις στον εαυτό σου, είσαι μία 37χρονη άφραγκη αποτυχημένη γυναίκα. Και για μην μείνεις με την απορία να σου πω ότι ένα από τα ιδιαίτερα ταλέντα μου είναι να διαβάζω τη σκέψη.»
«Εεεεε...» Η Καλλιπάτειρα είχε μείνει κυριολεκτικά με το στόμα ανοιχτό.
«Τα λόγια είναι περιττά ούτως ή άλλως» τη δικαιολόγησε ο Σωτήρης ευγενικά. «Ας οργανωθούμε όμως διότι σε δέκα λεπτά ξεκινά.» τόνισε κοιτάζοντας το ρολόι που φορούσε η κοπέλα στο χέρι της. «Χρειαζόμαστε έναν στιβαρό συνοδό και έχω ακριβώς τον κατάλληλο» είπε και με αυτά τα λόγια γύρισε και κοίταξε τον ανδριάντα του Κολοκοτρώνη. 
«Οπλαρχηγέ, θα μας κάνετε την τιμή;» ρώτησε με δυνατή φωνή.
Μια στιγμή μετά που η νεαρή γυναίκα νόμιζε πως διήρκεσε αιώνες, είδε αποσβολωμένη το άγαλμα σιγά σιγά να κινείται σα να γύριζε στη ζωή.
Ο αναβάτης γύρισε αργά το κεφάλι του και τους κοίταξε κάνοντας έναν ανατριχιαστικό ήχο σκουριασμένου μετάλλου. Έπειτα κατέβασε το μονίμως σηκωμένο του δεξί χέρι που λεγόταν ότι δείχνει προς την Πόλη και έπιασε και με τα δύο χέρια τα γκέμια. Την ίδια στιγμή το άλογο φάνηκε και αυτό να ζωντανεύει  και κάνοντας ένα μεγάλο άλμα προσγειώθηκε μαζί με τον αναβάτη του μπροστά τους με έναν εκκωφαντικό θόρυβο που συνοδεύτηκε από μία μικρή δόνηση. Ο ορειχάλκινος οπλαρχηγός άπλωσε το χέρι του στην κοπέλα και αυτή με ένα μικρό πήδημα ανέβηκε επάνω στο άλογο.
«Ας ξεκινήσουμε. Δε θα προλάβουμε.» φώναξε ο σκύλος και κατευθύνθηκε γρήγορα προς το δρόμο με σκοπό να περάσουν απέναντι.
«Που πηγαίνουμε;» κατάφερε να ψελλίσει  η Καλλιπάτειρα ενώ αναρωτιόταν πότε ακριβώς θα ξυπνήσει από αυτό το όνειρο..
«Θα δεις σε λίγα λεπτά» απάντησε ο Σωτήρης. Η ιδιόμορφη συντροφιά ξεκίνησε με γρήγορο ρυθμό  δημιουργώντας πανικό σε πεζούς και αυτοκίνητα. Η εικόνα του έφιππου ανδριάντα να διασχίζει τη Σταδίου μαζί με μία κοκκινομάλλα ήταν τουλάχιστον ασυνήθιστο. Από παντού η Καλλιπάτειρα άκουγε ουρλιαχτά, φωνές και κορναρίσματα. Μέσα σε όλο αυτό το χάος όμως αυτοί συνέχιζαν ανεμπόδιστοι την  πορεία τους μέχρι που κάποια στιγμή κατάλαβε ότι σταμάτησαν και συνειδητοποίησε πως βρίσκονταν μπροστά από το κτίριο της Εθνικής Λυρικής Σκηνής.
«Αργήσαμε! Τραγικό! Έχει ήδη ξεκινήσει! Δεσποινίς» φώναξε ο Σωτήρης στην τρομοκρατημένη ταμία πίσω από τον γκισέ που είχε ανοίξει διάπλατα το στόμα της και προσπαθούσε ματαίως να αρθρώσει κάτι «δε σας πειράζει να μπούμε, ε; Όχι, ήμουν σίγουρος.»
«Μα τι κάνουμε εδώ;» ρώτησε σοκαρισμένη η Καλλιπάτειρα.
«Δεν είναι προφανές; Ήρθαμε να δούμε την τελευταία παράσταση του Μάκμπεθ που ήθελες εδώ και καιρό να δεις αλλά θεωρούσες πως δεν μπορείς. Ιδού λοιπόν η ευκαιρία σου και μάλιστα  με εκλεκτή συνοδεία, ε οπλαρχηγέ;» ρώτησε τον Κολοκοτρώνη.
Ο οπλαρχηγός έστρεψε αργά το κεφάλι του για να τον κοιτάξει και μετά έγνεψε καταφατικά.
«Εμπρός τότε, μπαίνουμε.» δήλωσε ο Σωτήρης και τρέχοντας έφτασε μπροστά στην είσοδο η οποία προς μεγάλη έκπληξη της κοπέλας άνοιξε μόνη της διάπλατα. Ο σκύλος προχώρησε μέσα στην αίθουσα και το άγαλμα με την αναβάτισσα ακολουθησε από πίσω. Η πρώτη πράξη μόλις είχε ήδη ξεκινήσει και η αίθουσα ήταν κατάμεστη ενω κανένας ακόμα δε φαινόταν να έχει αντιληφθεί την παρουσία τους. Ο σκύλος έτρεξε γρήγορα, και με έναν τεράστιο δρασκελισμό πέρασε πάνω από την ορχήστρα και προσγειώθηκε στη σκηνή.
Η μουσική σταμάτησε, οι τενόροι πάγωσαν, ενώ από το κοινό ακούστηκαν κραυγές τρόμου και αγωνίας. Ο Σωτήρης γύρισε και αντίκρυσε τους θεατές με αποφασιστικότητα.
 «Αγαπητοί μου,» ρουθούνισε χαμογελώντας «εγώ και οι φίλοι μου ήρθαμε για να παρακολουθήσουμε την παράσταση. Δε θέλουμε με κανέναν τρόπο να χάσουμε την υπέροχη παρέα σας, οπότε φοβάμαι πως θα αναγκαστείτε να παραμείνετε στην αίθουσα μέχρι να ολοκληρωθούν και οι τέσσερις πράξεις. Το ίδιο και η ορχήστρα ενώ το αυτό ισχύει και για τους ερμηνευτές.» τόνισε και στράφηκε να κοιτάξει τους κατατρομαγμένους τενόρους που εμφανίζονταν στην αρχή της πρώτης πράξης. «Αλλά επειδή οι συνθήκες είναι λίγο ασυνήθιστες θα πρέπει, φοβάμαι, να εφαρμόσω λίγη πειθώ. Συνεχίστε λοιπόν όπως πριν.» είπε απευθυνόμενος στην ορχήστρα και πηδώντας κάτω ήρθε και στάθηκε μπροστά από τον έφιππο Κολοκοτρώνη που μαζί με την κοκκινομάλλα κοπέλα είχαν σταθεί στη μέση του διαδρόμου που χώριζε τα καθίσματα σε δύο πτέρυγες. Η ορχήστρα ξεκίνησε να παίζει πάλι σα να μην είχε μεσολαβήσει τίποτα και οι τενόροι εξακολούθησαν από εκεί ακριβώς που τους είχαν διακόψει αγνοώντας παντελώς το αλλοπρόσαλλο της κατάστασης.
«Είσαστε άνετα εκεί πάνω, αγαπητή μου;» ρώτησε γλυκά ο Σωτήρης.
«Τέλεια, φίλτατε» χαμογέλασε η Καλλιπάτειρα που είχε αρχίσει επιτέλους να χαλαρώνει και να το απολαμβάνει. «Αλλά τι ακριβώς τους κάνατε;»
«Τους καθήλωσα λίγο παραπάνω από ότι θα τους έκανε η ερμηνεία των πρωταγωνιστών. Μην ανησυχείς.» πρόσθεσε. «Μετά το τέλος θα επανέλθουν όλοι στον βαρετό φυσιολογικό εαυτό τους και δεν θα θυμούνται τίποτα από την μικρή μας παρέμβαση.»
Η Καλλιπάτειρα κοίταξε τους θεατές και είδε πως έμοιαζαν σαν υπνωτισμένοι. Φαίνονταν να έχουν ξεχάσει την παρουσία τους και παρακολουθούσαν με απόλυτη πάλι προσήλωση την παράσταση. Ένιωσε και η ίδια να αφήνεται στη μαγεία της  μουσικής και των ερμηνειών και έχασε κάθε επαφή με τον χώρο και τον χρόνο.
Δυόμιση ώρες περίπου μετά οι τρεις εισβολείς έβγαιναν άνετα από την μπροστινή έξοδο περνώντας μπροστά από μία υπνωτισμένη ταμία και δύο εξίσου αποβλακωμένους φρουρούς ένας εκ των οποίων έσπευσε με ευγένεια να τους ανοίξει και την πόρτα.
Τα πράγματα όμως έξω δεν ήταν τόσο ήσυχα.. Αν και δεν είχε μαζευτεί πλήθος και αστυνομία, όπως περίμενε η Καλλιπάτειρα (και αυτό μάλλον οφειλόταν σε ένα ακόμα από τα ταλέντα του Σωτήρη, συμπέρανε), η παρουσία του ορειχάλκινου Κολοκοτρώνη έσπειρε πάλι τον τρόμο και το χάος στον κόσμο που κυκλοφορούσε εκείνη την ώρα.
Αγνοωντας όλο αυτό το πανδαιμόνιο το άλογο χαμήλωσε στα μπροστινά του πόδια και η Καλλιπάτειρα κατέβηκε με ένα ελαφρύ πήδημα.
Ο σκύλος γύρισε και την κοίταξε τρυφερα.
«Εγώ και ο φίλος μου θα πρέπει να αποχωρήσουμε το συντομότερο δυνατό προτού η παρουσία μας προσελκύσει το σύνολο των σώματων ανασφαλείας που εδρεύουν σε αυτή την πόλη. Να ξέρεις πως εσύ είσαι απόλυτα ασφαλής. Με την αποχώρησή μας όλοι θα αρχίσουν να ξεχνούν τι ακριβώς είδαν και τι συνέβη. Όλοι εκτός από εσένα»
 Την πλησίασε, άπλωσε το μπροστινό δεξί του πόδι και αυτή το έπιασε απαλά για να τον χαιρετίσει. «Και για να προλάβω την ερώτησή σου αυτό που είμαι είναι αυτό που έχεις μέσα σου. Ήρθα τη στιγμή που το χρειαζόσουν περισσότερο για να στο θυμίσω. Όλο αυτό που έζησες απόψε είναι δική σου δημιουργία και μόνο, μην το ξεχάσεις ποτέ! Σε χαιρετώ. Θα με ξαναδείς αν με χρειαστείς αλλά ελπίζω αυτό να μη γίνει πολύ σύντομα» Κατέβασε το πόδι του και γύρισε στο άγαλμα «Οπλαρχηγέ, χαιρέτα γιατί πρέπει να βιαστούμε.» Ο Κολοκοτρώνης χαμήλωσε το κεφάλι σε χαιρετισμό και η Καλλιπάτειρα έκανε μία μικρή υπόκλιση. Τους παρακολούθησε να απομακρύνονται τρέχοντας με κατεύθυνση προς τη Σταδίου περνώντας ανάμεσα από ακινητοποιημένα αυτοκίνητα και αλλόφρονες οδηγούς.
Γυρνώντας την πλάτη της στο πανικόβλητο πλήθος η 37χρονη κοκκινομάλλα άρχισε να περπατά προς την αντίθετη κατεύθυνση χαμογελώντας. Αισθανόταν το σώμα και την ψυχή της ανάλαφρα και είχε μία έντονη διάθεση να περιπλανηθεί. Η ζωή την περίμενε.



-----Η ιστορία και οι πρωταγωνιστές ουδεμία σχέση έχουν με πραγματικά γεγονότα και πρόσωπα. Ή μήπως όχι;-----

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου