Δευτέρα 4 Νοεμβρίου 2013

Κοιτάζοντας τη θάλασσα

Καθόταν στην ακρογιαλιά και ατένιζε τη θάλασσα. Το φως της σελήνης που παιχνίδιζε επάνω στο νερό και ο γουργουριστός ήχος των κυμάτων που έσκαγαν στην ακτή την ηρεμούσαν. Μόνο έτσι, μόνο δίπλα στη θάλασσα ένιωθε να καταλαγιάζει η τρικυμία που συχνά μαινόταν μέσα της και απειλούσε να την πνίξει. Και μόνο βραδιές σαν την αποψινή αυτό το μικρό κομμάτι του εαυτού της, αυτό που τη χώριζε πάντα από τους άλλους γαλήνευε ως ένα βαθμό.
Μέσα στην απαλότητα της νύχτας και το ελαφρύ αεράκι που ερχόταν από τον πέλαγος αναλογίστηκε για μια στιγμή ολάκερη τη ζωή της. Προσπάθησε να θυμηθεί από πότε ένιωθε έτσι, από πότε ένιωθε χώρια από τους άλλους. Δεν είχε όμως κανένα νόημα πια να ψάχνει για λόγους και αιτίες. Το κενό, ο μικρός ζόφος ήταν πάντα εκεί. Μερικές φορές μεγάλωνε και απειλούσε να την καταπιεί. Άλλοτε γινόταν μικρός σχεδόν αδιόρατος αλλά ποτέ δεν έφευγε εντελώς.
Με το πέρασμα των χρόνων έμαθε να το δέχεται, σχεδόν αγάπησε αυτό το μυστικό μέρος του εαυτού της, αυτό που την οδηγούσε πάντα σε μοναχικούς δρόμους και δύσκολες επιλογές. Το αγάπησε γιατί την έμαθε να συμπονά περισσότερο τους άλλους, να καταλαβαίνει τη δική τους μοναξιά αφού την κουβαλούσε πάντα μέσα της. Όσες εμπειρίες και αν έζησε, ότι σταυροδρόμια και αν συνάντησε πάντα βαθιά την συνόδευε αυτή η επτασφράγιστη μοναξιά, η αίσθηση πως δε συμπλέει ποτέ ακριβώς με τους άλλους αλλά τραβά δική της ρότα που σα να μη μπορεί κανείς να την ακολουθήσει.
Και ήταν πια συμφιλιωμένη με αυτό. Συνήθως...
Γιατί απόψε μέσα στη νυχτερινή σιγαλιά και τη γαλήνη αισθάνθηκε να ανεβαίνει μέσα της σα φουσκονεριά το παράπονο. "Να μπορούσα να βυθιστώ στη θάλασσα και να ζήσω για πάντα ευτυχισμένη στα φιλόξενά της νερά" σκέφτηκε.
"Θεία, θεία, η μαμά ρωτάει αν θα έρθεις για φαγητό" ακούστηκε μια παιδική φωνή λίγο πιο πίσω της. Γύρισε και αντίκρυσε το μικρό της ανιψιό, ένα πεντάχρονο αγόρι με φωτεινά μάτια, να ξεπροβάλει από το σπίτι που ήταν πίσω από την ακρογιαλιά, το εξοχικό της αδελφής της.
"Θα έρθω σε λίγο" απάντησε και γύρισε να αντικρύσει ξανά την ακρογιαλιά.
"Τι βλέπεις; Το φεγγάρι;" Ο μικρός ήρθε και κάθισε δίπλα της.
"Nαι, το φεγγάρι. Δεν είναι όμορφο;" γύρισε και του χαμογέλασε. Ο ανιψιός της ήταν εξαιρετικά ευφυής και πολύ διορατικός όπως βέβαια όλα τα παιδιά της ηλικίας του.
"Θεία, το έχω σκεφτεί πολλές φορές που σε βλέπω να κάθεσαι εδώ λυπημένη. Αν παίρναμε μία βάρκα μαζί, τη βάζαμε στη θάλασσα και πηγαίναμε να πιάσουμε το φεγγάρι, θα ήσουν χαρούμενη μετά;"
Τον κοίταξε βουβή από συγκίνηση, τα μάτια της βούρκωσαν.
"Είμαι χαρούμενη τώρα που είσαι εδώ μαζί μου" του είπε.
Ο μικρός έβαλε το χέρι του μέσα στο δικό της και έγειρε το κεφαλάκι του στον ώμο της. Και για πρώτη φορά μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια αισθάνθηκε το σκοτεινό μοναχικό εκείνο κομμάτι του εαυτού της, να εξαφανίζεται μέσα σε ένα ζεστό εκτυφλωτικό φως. Θαύμασε και απόρησε. Τόσον καιρό αναρωτιόταν, βασανιζόταν, έψαχνε. Και ήταν τόσο κοντά της; Έμεινε αμίλητη, έκθαμβη μπροστά στην απλότητα της συγκλονιστικής αποκάλυψης. Αγκάλιασε σφιχτά τον ανιψιό της και έμειναν να θαυμάσουν λίγο ακόμα το φως του φεγγαριού να αντανακλάται με χίλια δυο παιχνιδίσματα επάνω στο θαλασσινό νερό.

Κυριακή 21 Απριλίου 2013

Ο νέος δημοσιοϋπαλληλικός κώδικας και άλλα ευτράπελα


Εντωμεταξύ στην Ελλάδα, σε ένα παράλληλο σύμπαν, πρωτοσέλιδο ρεπορτάζ στον Πρωινό Κούκο  

“Δεν αντέχουμε άλλο με τον νέο κώδικα συμπεριφοράς” δηλώνει η πλειοψηφία των δημοσίων υπαλλήλων

Έντονες είναι οι αντιδράσεις από το κατώτερο δημοσιοϋπαλληλικό προσωπικό για τον παράλογο, όπως υποστηρίζουν, νέο κώδικα συμπεριφοράς που έχει επιβάλλει η κυβέρνηση προκειμένου να καταστεί αδύνατο να τον τηρήσουν και έτσι να απολυθούν βρισκόμενοι επίορκοι.
«Εξαναγκαζόμαστε από τη διοίκηση κάθε μέρα να φοράμε και το ανάλογο  χρώμα ρούχων», δηλώνει αγανακτισμένος υπάλληλος του υπουργείου Οικονομικών. «Δευτέρα και Τετάρτη μπλε, Τρίτη Πέμπτη πράσινα και Παρασκευή κόκκινα και μάλιστα ελεγχόμαστε αν ακολουθούμε και στα εσώρουχα τους  χρωματολογικούς κανόνες. Μία συνάδελφος  που βρέθηκε κατά την διάρκεια ελέγχου την Τρίτη να φορά μπεζ σουτιέν απολύθηκε από την υπηρεσία επιτόπου». 

«Η κατάσταση έχει φτάσει στο απροχώρητο. Από τον προηγούμενο μήνα μας επέβαλλαν και νέο κανόνα συμφωνα με τον οποίο απαγορεύεται να πηγαίνουμε τουαλέτα καθόλη την διάρκεια του ωραρίου μας  για να μην μειώνεται η παραγωγικότητα» δηλώνει εξοργισμένη υπάλληλος του υπουργείου Δικαιοσύνης. «Έχει γίνει πλέον καθημερινό το φαινόμενο να κατουριούνται συνάδελφοι επάνω τους αλλά οι κανόνες λένε πως και η δημόσια διαφυγή ούρων τιμωρείται και αυτή με απόλυση. Κάποιοι που προσπάθησαν να προσπελάσουν αυτό τον κανόνα με babylino και έγιναν αντιληπτοί επίσης απολύθηκαν γιατί τα babylino είναι άσπρα και το άσπρο απαγορεύεται στο ενδυματολογικό χρωματολόγιο των δημοσίων υπαλλήλων» συνεχίζει.
«Το χειρότερο είναι πως ελεγχόμαστε και εκτός ώρες υπηρεσίας» αποκαλύπτει πρώην εργαζόμενος στο υπουργείο Παιδείας. «Εγώ μία νύχτα γύρω στις 3 τα ξημερώματα και αφού είχα καταναλώσει  φασολάδα για βραδυνό, αερίστηκα δυνατά. Δευτερόλεπτα αργότερα χτύπησε το κουδούνι του σπιτιού μου και μόλις άνοιξα μέλος τους σώματος ελέγχου μου παρέδωσε το χαρτί της απόλυσής μου. Μου είπαν ότι είχα παραβιάσει τον κανόνα αποβολής αερίων, τα οποία επιτρέπονται μόνο μία ώρα καθημερινά από τις 5 έως τις 6 το πρωί».
Η ΑΔΕΔΥ καταγγέλλει  την προκλητική εμμονή κυβέρνησης και τρόικας στην πολιτική της σκόπιμης συρρίκνωσης του δημοσίου . «Η ενδυμασία μας, η κύστη μας και τα αέριά μας δεν υπόκεινται σε τυραννικούς περιορισμούς. Την ερχόμενη εβδομάδα ετοιμάζουμε αλλεπάλληλες κινητοποιήσεις και καλούμε όλους τους  εργαζόμενους  να κατέβουν με παρδαλά ρούχα, babylino και περδόμενοι διαρκώς για να στηρίξουν τον αγώνα. Η νέα κυβερνητική γραμμή δεν θα περάσει» δηλώνει ο εκπρόσωπός της.




Πέμπτη 28 Μαρτίου 2013

Tο προνόμιο του να είσαι wallflower

"You see things and you understand. You're a wallflower"
Ναι, ήμασταν εμείς. Εμείς που στα σχολικά πάρτι σπάνια σηκωνόμασταν να χορέψουμε. Εμείς που ντυνόμασταν λίγο διαφορετικά από τους υπόλοιπους. Εμείς που ήμασταν πιο ήσυχοι ή πιο απόμακροι από τους άλλους. Εμείς που ακούγαμε την περίεργη μουσική, διαβάζαμε τα περίεργα βιβλία, είχαμε τις περίεργες ιδέες. Εκεί μα και ταυτόχρονα αλλού. Παρόντες αλλά και αόρατοι ή περιθωριοποιημένοι. Που μπορεί να καθόμασταν στο τελευταίο πάντα θρανίο, κοντά στο παράθυρο μόνο και μόνο για να χαζεύουμε το δρόμο, τον ουρανό, τα δέντρα. Εμείς που μας έλεγαν ονειροπαρμένους και φρικιά. Εμείς που οι καθηγητές ανησυχούσαν για την προσαρμοστικότητά μας. Εμείς που τα καλοκαιρινά απογεύματα καθόμασταν ξαπλωμένοι στο κρεβάτι με τα χέρια διπλωμένα πίσω από το κεφάλι για να ακούσουμε τη μουσική που θέλαμε από το κασετόφωνο και να ονειρευτούμε. Εμείς που τώρα έχουμε μεγαλώσει αλλά αν μας κοιτάξεις προσεκτικά θα δεις κάτω απο την πρώτη εικόνα εκείνο το παιδί να ονειρεύεται και να θέλει να αλλάξει τον κόσμο. Αγκάλιασε μας, αγάπησέ μας. Είμαστε εσύ...

"I can see it. This one moment when you know you're not a sad story. You are alive, and you stand up and see the lights on the buildings and everything that makes you wonder. And you're listening to that song and that drive with the people you love most in this world. And in this moment I swear, we are infinite."


Δευτέρα 25 Μαρτίου 2013

Το χαμόγελο στα χρόνια της κρίσης



Και βγαίνεις έξω γελαστός και ατενίζεις τον γαλαζιό ουρανό. Και σε κοιτούν καχύποπτα. Και λένε: «Εσύ γιατί χαμογελάς; Δε βλέπεις πως υπάρχει κρίση;» Και εσύ απαντάς: «Χαμογελώ γιατί μου αρέσει το γαλάζιο του ουρανού, η πνοή του αέρα όπως περνά μέσα από τα φύλλα και τους σιγομουρμουρά.  Χαμογελώ γιατί  είναι όμορφη η ζωή» Και λένε: «Ψεύτη! Δε σου ήρθε ο φόρος από το κράτος; Το κράτος θέλει να πληρώνουμε σκληρά.  Πως γίνεται να χαίρεσαι με όλα αυτά; Να χαίρεσαι που ζεις χωρίς να έχεις κάτι να κατέχεις;» Και έρχεται το κράτος που όλα τα μυρίζεται και δε θέλει χαμόγελα και αγάπες στη σκυθρωπή αυλή του. Μόνο κατήφεια και υποταγή. Και βλέπει πως δεν πλήρωσες το φόρο και ρίχνει το φαρμακερό του βλέμμα επάνω σου. Σου παίρνει το λιγοστό σου κομπόδεμα για τιμωρία και κοντοστέκεται να δει. Και εσύ χαμογελάς. «Γιατί χαμογελάς;», βαρυγκωμούν οι γείτονες. «Είναι ζωή αυτή να ζεις; Χωρίς στον ήλιο μοίρα; Δίχως να έχεις  έστω ένα προσκέφαλο, έτσι απλά να γείρεις; » Και εσύ γελάς. «Ο κόσμος όλος είναι το προσκέφαλό μου» λες και βγαίνεις έξω να απολαύσεις τη ζωή. Χωρίς δουλειά, χωρίς λεφτά εσύ που κάποτε τα είχες όλα και τα έχασες για να βρεις τα πάντα εκεί που δεν πρόσμενες. Και βγαίνεις έξω, περπατάς, μιλάς , γελάς με ανθρώπους αγνώστους που πριν δε θα τολμούσες. Χαζεύεις τα πουλιά που τιτιβίζουν ανάμεσα στα κλαδιά, χαϊδεύεις τα αδέσποτα, παίρνεις την κιθάρα και παίζεις με φίλους στα πάρκα, στη χλόη  κάτω από τη σκιά των δέντρων. Αλλά το κράτος είναι πάντα εκεί. Κοιτάζει και απορεί. Γιατί δεν έγινες ακόμα μίζερος, φοβισμένος, ρατσιστής; Μέχρι και το παθητικός αποδέκτης θα ήταν ανεκτό για αρχή αν και πάντα κατά βάθος ο φόβος και το να σε ρίξει μέσα σε αυτόν κρυφά το ηδονίζει. Θέλει στον έλεγχό του να σε έχει με όποιο κόστος. Και έρχεται να σε πάρει. «Ύποπτος για εγκληματική ενέργεια» το κατηγορητήριο. Μην είναι η κιθάρα πολυβόλο και οι χορδές οι σφαίρες της; Και η μουσική το καταστροφικό αποτέλεσμά της; Ισόβια. Και κάθεσαι μες στο κελί και απ΄ το μικρό παραθυράκι βλέπεις λίγο ουρανό. Και χαμογελάς. Ακόμα αυτό δεν στο έχουν πάρει. Μέχρι την ύστατη στιγμή, μέχρι την τελευταία σου πνοή χαμογελάς. Και, ξέρεις , το χαμόγελο είναι επικίνδυνο. Είναι πιο μεταδοτικό από τη γρίπη των πτηνών και της μιζέριας και του φόβου ο χειρότερος  εχθρός. Και το χαμόγελο πηγαίνει σε όλα τα μικρά κελιά και γίνεται η φυλακή όλη ένα απέραντο χαμόγελο. Και απορεί το κράτος και ανησυχεί και φοβάται. Αν μεταμορφωθεί μια φυλακή σε ένα μεγάλο χαμόγελο ποιος ξέρει στον κόσμο έξω τι μπορεί να γίνει; 


Πως μας κατάφεραν όλους, βρε παιδιά, ο ένας να στρεφόμαστε ενάντια στον άλλο; Απλά ν' αγαπηθούμε, απλά ν' αγαπηθούμε...

Παρασκευή 4 Ιανουαρίου 2013

H Λένα και ο κάδος ανακύκλωσης

Είναι της μοδός οι απαγορευμένοι έρωτες τελικά ιδίως στα πιο σύγχρονα λογοτεχνικά αναγνώσματα. Βρυκόλακας με θνητή, ολύμπιος θεός με θνητή, άγγελος με θνητή, οτιδήποτε εκτός από θνητό με θνητή και πάει λέγοντας. Έτσι και εγώ αποφάσισα να γράψω ένα μικρό διήγημα (τοσοδούλικο) για ένα ακόμα απαγορευμένο έρωτα. 

Η ιστορία μας ξεκινά ένα κυριακάτικο βράδυ σε μία αρκετά κεντρική οδό, τη Σόλωνος, όταν η ηρωίδα μας, η Λένα, περπατά επιστρέφοντας από έναν βαρετό καφέ, σε μία «πλαστική» καφετέρια με «πλαστικούς» ανθρώπους. Όλα της φαίνονται γκρίζα, μουντά, ζοφερά, ανιαρά. Η νεόπλουτη ανούσια ζωή της την πνίγει και η σκέψη της περιστρέφεται και επικεντρώνεται αποκλειστικά σε ένα μόνο πράγμα. Πόσο μόνη νιώθει. Και κάπως έτσι με αυτή τη «χαρούμενη» διάθεση περπατά προς το μετρό στην Πανεπιστημίου.
Κάποια στιγμή περνώντας μπροστά από έναν κάδο ανακύκλωσης συνειδητοποιεί πως κρατά ένα διαφημιστικό μίας παράστασης που είχε πάρει από την καφετέρια όπου προσποιούνταν πως περνούσε καλά μέχρι προ ολίγου και το ρίχνει μέσα στον κάδο θέλοντας να ξεφορτωθεί και το παραμικρό στοιχείο που την «έδενε» με την ανία των τριών τελευταίων ωρών. Αφού έχει ρίξει το χαρτί μέσα στον κάδο συνειδητοποιεί ότι κάτι είναι κολλημένο επάνω στο καπάκι του,κάτι ζωηρό και εντυπωσιακό. Κοιτάζει καλύτερα και βλέπει μία μεγάλη κόκκινη αυτοκόλλητη καρδιά η οποία κάτω από το φως της λάμπας του δρόμου στραφταλίζει σα να έχει μέσα χρυσόσκονη και δίνει την αίσθηση ότι πάλλεται. Μαγεμένη η Λένα κάνει δυο τρία βήματα πίσω για να δει καλύτερα όλο τον κάδο και συνειδητοποιεί ότι είναι ο πιο εντυπωσιακός που έχει δει ποτέ στη ζωή της. Φαίνεται ολοκαίνουργιος, πεντακάθαρος και τα χρώματα του δίνουν την αίσθηση μίας οπτικής πανδαισίας ενώ η κόκκινη καρδιά με τη χρυσόσκονη τον κάνει να φαίνεται σχεδόν «ζωντανός». Με δυσκολία τραβά το βλέμμα της προσπαθώντας να συνέλθει από τον έντονο θαυμασμό και την έλξη που αισθάνθηκε. Γυρίζει να φύγει αλλά δεν έχει κάνει ούτε τρία μέτρα όταν ακούει κάτι περίεργο από πίσω της. Έναν ήχο σαν «κλικιτικλάκ» από καπάκι που ανοιγοκλείνει και ταυτοχρόνως ακούει ρόδες που τσουλάνε. Γυρίζει και βλέπει αποσβολωμένη τον κάδο που με κόπο άφησε πριν λίγο να βρίσκεται ένα μέτρο πίσω της ακινητοποιημένος. Κατά περίεργο τρόπο δεν αισθάνεται τρομαγμένη αλλά ενθουσιασμένη και περίεργη. Αποφασίζει να παίξει ένα παιχνίδι και χαμογελά πονηρά από μέσα της. Ξεκινά ξαφνικά να φύγει βαδίζοντας γρήγορα. Την ίδια στιγμή ακούει πάλι τον ήχο «κλικιτικλάκ» και τις ρόδες να τσουλάνε. Κοκκαλώνει και γυρίζει απότομα το κεφάλι. Ο κάδος είναι πάλι στο ένα μέτρο πίσω της με την αυτοκόλλητη καρδιά να στραφταλίζει μαγευτικά μέσα στο ημίφως. Η Λένα συνεχίζει να περπατά πάλι ήρεμα αλλά αυτή τη φορά έχει γυρισμένο το κεφάλι ελαφρά στο πλάι και με την άκρη του ματιού της βλέπει ακριβώς τι συμβαίνει πίσω της. Και είναι όντως κάτι το απίστευτο αυτό που διαπιστώνει. Ο κάδος φαίνεται να τσουλάει μόνος του αγέρωχα πάνω στα ροδάκια του ακολουθώντας την ενώ το μπλε του γυαλιστερό καπάκι με την στραφταλίζουσα καρδιά ανοιγοκλείνει ελαφρά κάνοντας «κλικιτικλάκ».
Η περίεργη αυτή μικρή πορεία συνεχίζεται μέχρι το σταθμό του μετρό στο Πανεπιστήμιο όπου και η Λένα σταματά έξω από την είσοδο του σταθμού γυρίζει, τον κοιτάζει με τρυφερότητα και τον καληνυχτίζει. «Ήταν μάλλον μία από τις ωραιότερες εμπειρίες της ζωής μου» του λέει φεύγοντας και αισθάνεται μία βαρειά θλίψη καθώς γυρίζει την πλάτη και μπαίνει μέσα στο σταθμό. Οι περαστικοί κοιτάζουν παραξενεμένοι την αλλόκοτη αυτή σκηνή.
Την επόμενη μέρα το πρωί η Λένα βγαίνει από την πολυτελή πολυκατοικία που μένει στο Χαλάνδρι για να πάει στην εργασία της. Έκπληκτη βλέπει τον κάδο με τα λαμπερά χρώματα και την στραφταλίζουσα καρδιά να την περιμένει στο απέναντι πεζοδρόμιο. Τον πλησιάζει συγκλονισμένη. Απλώνει το χέρι και χαιδεύει την «καρδιά». Ένα πρωτόγνωρο αίσθημα τρυφερότητας την συνεπαίρνει και την τρομάζει ταυτόχρονα. «Τι είναι αυτό που μου συμβαίνει;»,αναρωτιέται. «Θεέ μου, τι πάω να κάνω», σκέφτεται. «Μα με έναν κάδο; Τι θα σκεφτούν οι φίλοι μου, η οικογένειά μου;», «Κλικιτικλάκ» κάνει το καπάκι του κάδου και ως εκ θαύματος πετάγεται από μέσα ένα φύλλο χαρτί. Είναι μάλλον κάτι που είχε πετάξει κάποιος για ανακύκλωση. Η Λένα το σηκώνει ξαφνιασμένη και αρχίζει να το διαβάζει. Είναι προφανώς μία σκισμένη σελίδα από κάποιο βιβλίο και περιλαμβάνει ένα ποίημα που από ότι αντιλαμβάνεται πρέπει να είναι ένα από τα διάσημα σονέτα του Σαίξπηρ. Συγκλονισμένη βλέπει κάποιους στίχους να είναι υπογραμμισμένοι. Τους διαβάζει συγκινημένη: «Love is not love which alters when it alteration finds, or bends with the remover to remove: O no! it is an ever-fixed mark that looks on tempests and is never shaken; It is the star to every wandering bark, whose worth's unknown, although his height be taken."
Kαι εκείνη τη στιγμή καταλαβαίνει ότι βρίσκεται σε ένα σταυροδρόμι. Αν θέλει να επιβιώσει μέσα στην καλή κοινωνία της οποίας είναι μέλος οφείλει να σταματήσει τώρα αυτό που συμβαίνει. Οπισθοχωρεί τρομαγμένη, πετάει κάτω το χαρτί και φεύγει τρέχοντας για τη δουλειά της. Το απόγευμα όμως βγαίνοντας απο τη δουλειά ο κάδος είναι πάλι εκεί και την περιμένει υπομονετικά. Αυτό συνεχίζεται για περίπου μία εβδομάδα. Η Λένα προσπαθεί να τον αγνοεί, να καταπιέζει τα έντονα συναισθήματα που την κατακλύζουν όταν τον βλέπει. Κάποια στιγμή δεν αντέχει. Ένα βράδυ ξεπερνώντας όλες τις αναστολές της κατεβαίνει από το διαμέρισμά της και μιλώντας του τρυφερά του ζητά να την ακολουθήσει. «Κλικιτικλάκ» κάνει ο πολύχρωμος κάδος, η καρδιά στραφταλίζει πιο έντονα από κάθε άλλη φορά και την ακολουθεί τσουλώντας αργά και ανεβαίνοντας με εκπληκτική άνεση όλα τα σκαλοπάτια ως τον τρίτο όροφο που μένει η Λένα.
Από εκεί και έπειτα τα πράγματα εξελίσσονται ραγδαία. Τα σονέτα του Σαίξπηρ που ξεπετάγονται από τον αγαπημένο της κάδο στην αγκαλιά της Λένας διαδέχονται το ένα το άλλο ακολουθούμενα από γενναίες δόσεις σκοτεινού πάθους του Λόρκα και εναλλαγές από Robert Graves και Robert Frost. H σχέση τους ξεφεύγει πέρα από κάθε έλεγχο και η Λένα δεν ενδιαφέρεται πια να την κρατήσει κρυφή. Οι φίλοι της την εγκαταλείπουν ένας ένας μην αντέχοντας την προσβολή του να είναι αναγκασμένοι να συναναστραφούν έναν πλαστικό κάδο. Οι γονείς της απειλούν να την αποκληρώσουν και να κόψουν κάθε επαφή μαζί της. Η σχέση της θεωρείται κατακριτέα από το σύνολο του κύκλου της. Δυσκολεύεται ακόμα και να βγει έξω με τον αγαπημένο της γιατί στα περισσότερα εστιατόρια, καφετέριες που σύχναζε παλαιότερα η παρουσία του κάδου θεωρείται προσβλητική. «Δεν είναι καθόλου σωστό για τους υπόλοιπους θαμώνες και καθόλου αποδεκτό από τον κύκλο σας να είναι υποχρεωμένοι να βρίσκονται στον ίδιο χώρο με έναν πλαστικό κάδο, δεσποινίς» την ενημέρωσε ευγενικά ο μαιτρ σε ένα ακριβό εστιατόριο όταν ζήτησε εξοργισμένη να δει τον υπεύθυνο γιατί δεν τους επέτρεπαν να μπουν.
Η Λένα αποφασίζει να αγωνιστεί και να υπερασπιστεί το δικαίωμά της να έχει ελεύθερα σχέση μέ όποιον επιθυμεί ενάντια σε κάθε ρατσισμό και προκατάληψη. Κατεβαίνει συνοδευόμενη από τον κάδο στη μεγαλύτερη αντιρατσιστική πορεία της Αθήνας. Αισθάνεται την ανάγκη να διεκδικήσει αυτό που θέλει. Ο κάδος ,πάντα δίπλα της,την ακολουθεί. «Κλικιτικλάκ». Τα πράγματα όμως παρεκτρέπονται γρήγορα. Ξαφνικά οι «γνωστοί άγνωστοι» αρχίζουν να πετούν μολότωφ και τα ΜΑΤ αντεπιτίθενται με δακρυγόνα. Κάποιοι υφαρπάζουν βίαια τον κάδο από την τρυφερή αγκαλιά της και του βάζουν φωτιά θέλοντας να τον χρησιμοποιήσουν ως προστατευτικό τοίχωμα απέναντι στην αστυνομία.Ο κάδος με την στραφταλίζουσα καρδιά καίγεται ολοσχερώς. Η Λένα ανήμπορη να αντιδράσει παρακολουθεί συντετριμμένη τη σκηνή που καίγεται ο αγαπημένος της ανάμεσα σε λυγμούς. Το τέλος της πορείας και των επεισοδίων την βρίσκει να κλαίει σπαράζοντας επάνω από τον ολοκληρωτικά κατεστραμμένο αγαπημένο της.
The end a.k.a. Σνιφ