Κυριακή 18 Μαΐου 2014

Μια βραδιά στη λυρική

Η 37χρονη κοκκινομάλλα ακούμπησε μουδιασμένη στο κιγκλίδωμα που οριοθετούσε την περίμετρο του έφιππου ανδριάντα του Κολοκοτρώνη στην πλατεία της παλιάς βουλής. Δεν κατάλαβε γιατί αποφάσισε να σταματήσει εκεί. Τις τελευταίες ώρες περιφερόταν άσκοπα στους δρόμους του κέντρου. Άσκοπα όσο άσκοπη ένιωθε και την ύπαρξή της. Σήμερα είχε απολυθεί από την εργασία της ενώ ήδη της οφείλονταν μισθοί 6 μηνών. Τελικά το σύμπαν ποτέ δε συνωμοτούσε.
 «Είμαι 37 χρονών.» σκέφτηκε «37 και τι έχω καταφέρει στη ζωή μου; Να μην έχω τίποτα σταθερό παρά μόνο ένα σταθερά αρνητικό ισοζύγιο στα οικονομικά μου. Όσο για προσωπική ζωή ας μην το συζητώ καν. Αχ σύμπαν!» στέναξε.
Ένας μεγάλος μαύρος σκύλος που καθόταν αραγμένος λίγα μέτρα πιο δίπλα της, σήκωσε αργά το κεφάλι του και έμεινε να την παρατηρεί με προσοχή αλλά εκείνη βυθισμένη στην απόλυτη μιζέρια της δεν τον πρόσεξε καν.
Ξαφνικά το στομάχι της γουργούρισε και θυμήθηκε πως ήταν νηστική από το πρωί. «Η αυτοκτονία αναβάλλεται» μονολόγησε «μέχρι να ικανοποιηθούν οι φυσικές ανάγκες της πυραμίδας του Maslow.» Έβγαλε μία σοκολάτα από την τσάντα της, την ξετύλιξε και ετοιμαζόταν να τη δαγκώσει όταν εντελώς απρόσμενα ο μαύρος σκύλος σήκωθηκε, έτρεξε γρήγορα προς το μέρος της και με το μπροστινό του πόδι της έριξε τη σοκολάτα από το χέρι. Η κοπέλα τον κοίταξε περίλυπη.
«Λυπήσου με, σκύλε!  Αυτή η σοκολάτα ήταν η ύστατή μου παρηγοριά. Μου την στέρησες και τώρα φεύγω!» Και με αυτά τα λόγια ξεκίνησε φουριόζα να βαδίζει προς την αντίθετη κατεύθυνση. Δεν είχε όμως κάνει παραπάνω από δύο μέτρα όταν άκουσε από πίσω της κάποιον να της μιλά με μπάσα φωνή: «Γιατί φεύγετε τόσο βιαστικά, Καλλιπάτειρα; Η σημερινή ημέρα δεν έχει ακόμα τελειώσει. Και σταματήστε να αναζητάτε παρηγοριά σε σοκολάτες. Παχαίνουν.»
Κοκκάλωσε και γύρισε να κοιτάξει ποιος της είχε μιλήσει με αυτόν τον τρόπο. Ο μόνος όμως που είδε ήταν ο σκύλος που καθόταν ακίνητος και την κοιτούσε με προσήλωση.
«Ποιος μίλησε;» ρώτησε κοιτάζοντας με αγωνία τριγύρω. «Δε με λένε Καλλιπάτειρα.» Ο σκύλος την πλησίαζε αργά και όταν έφτασε σε απόσταση μισού μέτρου τον είδε έντρομη να ανοίγει το στόμα του και να της απαντά.
«Δε σε λένε αλλά πάντα ήθελες να σε λένε έτσι. Από μικρή θαύμαζες  την Καλλιπάτειρα, την γυναίκα που παραβίασε τους κανόνες των αρχαίων ολυμπιακών αγώνων και μεταμφιέστηκε σε άντρα για να τους παρακολουθήσει. Ε, λοιπόν σήμερα έχεις κι εσύ τη δυνατότητα να παραστρατήσεις από την πεπατημένη και να κάνεις κάτι ανάλογο». 
Η κοκκινομάλλα κοπέλα κοίταξε άναυδη τον σκύλο.
«Μάλλον τα γεγονότα της ημέρας ήταν υπερβολικά έντονα για να τα αντέξω. Αν άρχισαν ήδη οι παραισθήσεις αναρωτιέμαι τι θα επακολουθήσει μετά.»
«Δεν έχετε παραισθήσεις, φίλτατη.» συνέχισε ο σκύλος πάλι σε πληθυντικό ευγενείας. «Είμαι εξίσου πραγματικός με εσάς. Και όχι, δεν είμαι ο διάβολος.» είπε σα να διάβαζε τη σκέψη της. «Γιατί κάθε μαύρος σκύλος που μιλά πρέπει με το ζόρι να είναι ο διάβολος;» ρουθούνισε ενοχλημένος.
«Ποιος είσαι λοιπόν αν όχι μία παραίσθηση που είναι και ένα από τα πρώτα συμπτώματα της σχιζοφρένειας;»
«Το μυαλό σου είναι μία χαρά εδραιωμένο στην πραγματικότητα, μην ανησυχείς. Υπερβολικά εδραιωμένο, θα έλεγα, αλλά θα το διορθώσουμε » συνέχισε ο σκύλος πάλι στον ενικό. «Με λένε Σωτήρη και είμαι απλά ένας σκύλος που τυγχάνει να έχω ορισμένα ιδιαίτερα ταλέντα. Σήμερα θα είμαι ο συνοδός σου σε μία από αυτές τις εκδηλώσεις που ήθελες καιρό να πας αλλά θεωρούσες ότι δεν μπορείς γιατί, όπως συχνά επαναλαμβάνεις στον εαυτό σου, είσαι μία 37χρονη άφραγκη αποτυχημένη γυναίκα. Και για μην μείνεις με την απορία να σου πω ότι ένα από τα ιδιαίτερα ταλέντα μου είναι να διαβάζω τη σκέψη.»
«Εεεεε...» Η Καλλιπάτειρα είχε μείνει κυριολεκτικά με το στόμα ανοιχτό.
«Τα λόγια είναι περιττά ούτως ή άλλως» τη δικαιολόγησε ο Σωτήρης ευγενικά. «Ας οργανωθούμε όμως διότι σε δέκα λεπτά ξεκινά.» τόνισε κοιτάζοντας το ρολόι που φορούσε η κοπέλα στο χέρι της. «Χρειαζόμαστε έναν στιβαρό συνοδό και έχω ακριβώς τον κατάλληλο» είπε και με αυτά τα λόγια γύρισε και κοίταξε τον ανδριάντα του Κολοκοτρώνη. 
«Οπλαρχηγέ, θα μας κάνετε την τιμή;» ρώτησε με δυνατή φωνή.
Μια στιγμή μετά που η νεαρή γυναίκα νόμιζε πως διήρκεσε αιώνες, είδε αποσβολωμένη το άγαλμα σιγά σιγά να κινείται σα να γύριζε στη ζωή.
Ο αναβάτης γύρισε αργά το κεφάλι του και τους κοίταξε κάνοντας έναν ανατριχιαστικό ήχο σκουριασμένου μετάλλου. Έπειτα κατέβασε το μονίμως σηκωμένο του δεξί χέρι που λεγόταν ότι δείχνει προς την Πόλη και έπιασε και με τα δύο χέρια τα γκέμια. Την ίδια στιγμή το άλογο φάνηκε και αυτό να ζωντανεύει  και κάνοντας ένα μεγάλο άλμα προσγειώθηκε μαζί με τον αναβάτη του μπροστά τους με έναν εκκωφαντικό θόρυβο που συνοδεύτηκε από μία μικρή δόνηση. Ο ορειχάλκινος οπλαρχηγός άπλωσε το χέρι του στην κοπέλα και αυτή με ένα μικρό πήδημα ανέβηκε επάνω στο άλογο.
«Ας ξεκινήσουμε. Δε θα προλάβουμε.» φώναξε ο σκύλος και κατευθύνθηκε γρήγορα προς το δρόμο με σκοπό να περάσουν απέναντι.
«Που πηγαίνουμε;» κατάφερε να ψελλίσει  η Καλλιπάτειρα ενώ αναρωτιόταν πότε ακριβώς θα ξυπνήσει από αυτό το όνειρο..
«Θα δεις σε λίγα λεπτά» απάντησε ο Σωτήρης. Η ιδιόμορφη συντροφιά ξεκίνησε με γρήγορο ρυθμό  δημιουργώντας πανικό σε πεζούς και αυτοκίνητα. Η εικόνα του έφιππου ανδριάντα να διασχίζει τη Σταδίου μαζί με μία κοκκινομάλλα ήταν τουλάχιστον ασυνήθιστο. Από παντού η Καλλιπάτειρα άκουγε ουρλιαχτά, φωνές και κορναρίσματα. Μέσα σε όλο αυτό το χάος όμως αυτοί συνέχιζαν ανεμπόδιστοι την  πορεία τους μέχρι που κάποια στιγμή κατάλαβε ότι σταμάτησαν και συνειδητοποίησε πως βρίσκονταν μπροστά από το κτίριο της Εθνικής Λυρικής Σκηνής.
«Αργήσαμε! Τραγικό! Έχει ήδη ξεκινήσει! Δεσποινίς» φώναξε ο Σωτήρης στην τρομοκρατημένη ταμία πίσω από τον γκισέ που είχε ανοίξει διάπλατα το στόμα της και προσπαθούσε ματαίως να αρθρώσει κάτι «δε σας πειράζει να μπούμε, ε; Όχι, ήμουν σίγουρος.»
«Μα τι κάνουμε εδώ;» ρώτησε σοκαρισμένη η Καλλιπάτειρα.
«Δεν είναι προφανές; Ήρθαμε να δούμε την τελευταία παράσταση του Μάκμπεθ που ήθελες εδώ και καιρό να δεις αλλά θεωρούσες πως δεν μπορείς. Ιδού λοιπόν η ευκαιρία σου και μάλιστα  με εκλεκτή συνοδεία, ε οπλαρχηγέ;» ρώτησε τον Κολοκοτρώνη.
Ο οπλαρχηγός έστρεψε αργά το κεφάλι του για να τον κοιτάξει και μετά έγνεψε καταφατικά.
«Εμπρός τότε, μπαίνουμε.» δήλωσε ο Σωτήρης και τρέχοντας έφτασε μπροστά στην είσοδο η οποία προς μεγάλη έκπληξη της κοπέλας άνοιξε μόνη της διάπλατα. Ο σκύλος προχώρησε μέσα στην αίθουσα και το άγαλμα με την αναβάτισσα ακολουθησε από πίσω. Η πρώτη πράξη μόλις είχε ήδη ξεκινήσει και η αίθουσα ήταν κατάμεστη ενω κανένας ακόμα δε φαινόταν να έχει αντιληφθεί την παρουσία τους. Ο σκύλος έτρεξε γρήγορα, και με έναν τεράστιο δρασκελισμό πέρασε πάνω από την ορχήστρα και προσγειώθηκε στη σκηνή.
Η μουσική σταμάτησε, οι τενόροι πάγωσαν, ενώ από το κοινό ακούστηκαν κραυγές τρόμου και αγωνίας. Ο Σωτήρης γύρισε και αντίκρυσε τους θεατές με αποφασιστικότητα.
 «Αγαπητοί μου,» ρουθούνισε χαμογελώντας «εγώ και οι φίλοι μου ήρθαμε για να παρακολουθήσουμε την παράσταση. Δε θέλουμε με κανέναν τρόπο να χάσουμε την υπέροχη παρέα σας, οπότε φοβάμαι πως θα αναγκαστείτε να παραμείνετε στην αίθουσα μέχρι να ολοκληρωθούν και οι τέσσερις πράξεις. Το ίδιο και η ορχήστρα ενώ το αυτό ισχύει και για τους ερμηνευτές.» τόνισε και στράφηκε να κοιτάξει τους κατατρομαγμένους τενόρους που εμφανίζονταν στην αρχή της πρώτης πράξης. «Αλλά επειδή οι συνθήκες είναι λίγο ασυνήθιστες θα πρέπει, φοβάμαι, να εφαρμόσω λίγη πειθώ. Συνεχίστε λοιπόν όπως πριν.» είπε απευθυνόμενος στην ορχήστρα και πηδώντας κάτω ήρθε και στάθηκε μπροστά από τον έφιππο Κολοκοτρώνη που μαζί με την κοκκινομάλλα κοπέλα είχαν σταθεί στη μέση του διαδρόμου που χώριζε τα καθίσματα σε δύο πτέρυγες. Η ορχήστρα ξεκίνησε να παίζει πάλι σα να μην είχε μεσολαβήσει τίποτα και οι τενόροι εξακολούθησαν από εκεί ακριβώς που τους είχαν διακόψει αγνοώντας παντελώς το αλλοπρόσαλλο της κατάστασης.
«Είσαστε άνετα εκεί πάνω, αγαπητή μου;» ρώτησε γλυκά ο Σωτήρης.
«Τέλεια, φίλτατε» χαμογέλασε η Καλλιπάτειρα που είχε αρχίσει επιτέλους να χαλαρώνει και να το απολαμβάνει. «Αλλά τι ακριβώς τους κάνατε;»
«Τους καθήλωσα λίγο παραπάνω από ότι θα τους έκανε η ερμηνεία των πρωταγωνιστών. Μην ανησυχείς.» πρόσθεσε. «Μετά το τέλος θα επανέλθουν όλοι στον βαρετό φυσιολογικό εαυτό τους και δεν θα θυμούνται τίποτα από την μικρή μας παρέμβαση.»
Η Καλλιπάτειρα κοίταξε τους θεατές και είδε πως έμοιαζαν σαν υπνωτισμένοι. Φαίνονταν να έχουν ξεχάσει την παρουσία τους και παρακολουθούσαν με απόλυτη πάλι προσήλωση την παράσταση. Ένιωσε και η ίδια να αφήνεται στη μαγεία της  μουσικής και των ερμηνειών και έχασε κάθε επαφή με τον χώρο και τον χρόνο.
Δυόμιση ώρες περίπου μετά οι τρεις εισβολείς έβγαιναν άνετα από την μπροστινή έξοδο περνώντας μπροστά από μία υπνωτισμένη ταμία και δύο εξίσου αποβλακωμένους φρουρούς ένας εκ των οποίων έσπευσε με ευγένεια να τους ανοίξει και την πόρτα.
Τα πράγματα όμως έξω δεν ήταν τόσο ήσυχα.. Αν και δεν είχε μαζευτεί πλήθος και αστυνομία, όπως περίμενε η Καλλιπάτειρα (και αυτό μάλλον οφειλόταν σε ένα ακόμα από τα ταλέντα του Σωτήρη, συμπέρανε), η παρουσία του ορειχάλκινου Κολοκοτρώνη έσπειρε πάλι τον τρόμο και το χάος στον κόσμο που κυκλοφορούσε εκείνη την ώρα.
Αγνοωντας όλο αυτό το πανδαιμόνιο το άλογο χαμήλωσε στα μπροστινά του πόδια και η Καλλιπάτειρα κατέβηκε με ένα ελαφρύ πήδημα.
Ο σκύλος γύρισε και την κοίταξε τρυφερα.
«Εγώ και ο φίλος μου θα πρέπει να αποχωρήσουμε το συντομότερο δυνατό προτού η παρουσία μας προσελκύσει το σύνολο των σώματων ανασφαλείας που εδρεύουν σε αυτή την πόλη. Να ξέρεις πως εσύ είσαι απόλυτα ασφαλής. Με την αποχώρησή μας όλοι θα αρχίσουν να ξεχνούν τι ακριβώς είδαν και τι συνέβη. Όλοι εκτός από εσένα»
 Την πλησίασε, άπλωσε το μπροστινό δεξί του πόδι και αυτή το έπιασε απαλά για να τον χαιρετίσει. «Και για να προλάβω την ερώτησή σου αυτό που είμαι είναι αυτό που έχεις μέσα σου. Ήρθα τη στιγμή που το χρειαζόσουν περισσότερο για να στο θυμίσω. Όλο αυτό που έζησες απόψε είναι δική σου δημιουργία και μόνο, μην το ξεχάσεις ποτέ! Σε χαιρετώ. Θα με ξαναδείς αν με χρειαστείς αλλά ελπίζω αυτό να μη γίνει πολύ σύντομα» Κατέβασε το πόδι του και γύρισε στο άγαλμα «Οπλαρχηγέ, χαιρέτα γιατί πρέπει να βιαστούμε.» Ο Κολοκοτρώνης χαμήλωσε το κεφάλι σε χαιρετισμό και η Καλλιπάτειρα έκανε μία μικρή υπόκλιση. Τους παρακολούθησε να απομακρύνονται τρέχοντας με κατεύθυνση προς τη Σταδίου περνώντας ανάμεσα από ακινητοποιημένα αυτοκίνητα και αλλόφρονες οδηγούς.
Γυρνώντας την πλάτη της στο πανικόβλητο πλήθος η 37χρονη κοκκινομάλλα άρχισε να περπατά προς την αντίθετη κατεύθυνση χαμογελώντας. Αισθανόταν το σώμα και την ψυχή της ανάλαφρα και είχε μία έντονη διάθεση να περιπλανηθεί. Η ζωή την περίμενε.



-----Η ιστορία και οι πρωταγωνιστές ουδεμία σχέση έχουν με πραγματικά γεγονότα και πρόσωπα. Ή μήπως όχι;-----

Βγήκαμε στις αγορές

Την πρώτη ημέρα που βγήκαμε στις αγορές...


Ήταν μία συνηθισμένη ημέρα, σε μία συνηθισμένη πόλη. Βγήκα από το σπίτι φουριόζα. Είχα αρκετές δουλειές και είχα καθυστερήσει να ξεκινήσω. Ναι, η σχέση μου με το χρόνο ποτέ δεν ήταν καλή. Τον βλέπω λίγο σαν αυτούς τους συνετούς φίλους που προσπαθούν μονίμως να με βάλουν σε μία τάξη αλλά ποτέ δεν τα καταφέρνουν γιατί η αταξία έχει γίνει δεύτερό μου δέρμα και, κακά τα ψέματα, μου αρέσει το μικρό χάος μέσα στο οποίο ζω.
Βγήκα λοιπόν βιαστική και ξεκίνησα να περπατώ προς τη λεωφόρο. Κίνηση ιδιαίτερα αυξημένη, ήταν ημέρα λαϊκής. Ταλαιπωρημένες νοικοκυρές περιφέρονταν με τα καροτσάκια που ξεχείλιζαν ζαρβαβατικά, διπλοτριπλοπαρκαρισμένα αυτοκίνητα, όλα αυτά συνέθεταν ένα άκρως γοητευτικό (not!) σκηνικό.
Μετά από πέντε λεπτά περπάτημα είχα φτάσει στη διασταύρωση δωδεκανήσου και λεωφόρου βουλιαγμένης. Βρισκόμουν στο φανάρι επί της βουλιαγμένης και περίμενα να ανάψει πράσινο για να περάσω απέναντι όταν ξαφνικά άκουσα έναν φριχτό θόρυβο. Γύρισα το κεφάλι μου αριστερά και μόλις που πρόλαβα να δω έναν μεσήλικα κύριο να εκφενδονίζεται με ιλλιγιώδη ταχύτητα από το μηχανάκι πάνω στο οποίο βρισκόταν και να προσγειώνεται φαρδύς πλατύς σχεδόν μπροστά στα πόδια μου στην άσφαλτο. Για δευτερόλεπτα πάγωσα και δεν ήξερα πως να αντιδράσω. Έπειτα συνήλθα και έσκυψα να δω πως μπορούσα να τον βοηθήσω. Το ένα του πόδι και ήταν αφύσικα γυρισμένο, σίγουρα είχε σπάσει. Δε φαινόταν να έχει γρατσουνιές ή μώλωπες γιατί δεν είχε συρθεί σχεδόν καθόλου στην άσφαλτο αλλά το πιο σοβαρό φαινόταν να είναι το χτύπημα στο κρανίο του. Από τη δεξιά πλευρά του κεφαλιού αιμορραγούσε απίστευτα.
Ένας άλλος κύριος που είχε βγει από ένα σταματημένο αυτοκίνητο φώναξε ότι καλεί ασθενοφόρο και την τροχαία. Γονάτισα δίπλα στον τραυματία που είχε κλειστά τα μάτια και ανέπνεε με δυσκολία και άρχισα να του μιλάω. "Κύριε μην ανησυχείτε. Χτυπήσατε αλλά σε λίγο έρχονται για να σας βοηθήσουν." Ταυτοχρόνως άκουγα γύρω μου φωνές  και κάμποσα ουρλιαχτά. Αυτά που βγάζουν συνήθως υστερικές κυρίες και δεσποινίδες εμποτισμένες με άπειρες ώρες τηλεοπτικών δραμάτων και τούρκικων σίριαλ έρωτα και απόγνωσης. Έκλεισα τα αυτιά μου στην τριγύρω οχλοβοή και επικεντρώθηκα στον άνθρωπο που ήταν ξαπλωμένος πάνω στην άσφαλτο. Ξαφνικά τα μάτια του άνοιξαν και με κοίταξε με ένταση ενώ ταυτοχρόνως το χέρι του άδραξε με απρόσμενη δύναμη το δικό μου. Έδειχνε σα να προσπαθούσε να πει κάτι. Σκέφτηκα πως ίσως να μην τα κατάφερνε, ίσως να ήθελε να μου πει κάτι σημαντικό, μπορεί αυτά να ήταν τα τελευταία του λόγια που θα ήθελε να ξέρουν η οικογένειά του. Έσκυψα ακόμα περισσότερο επάνω του και έφερα του αυτί μου πολύ κοντά στο στόμα του για να ακούσω. Ο ψίθυρος που ακουγόταν ήταν αδύναμος αλλά παρόλα αυτά μπόρεσα να ξεχωρίσω αυτό που ήθελε να πει: "Είμαι τόσο ευτυχισμένος. Σήμερα βγήκαμε στις αγορές."
Ήταν οι τελευταίες του λέξεις στον μάταιο τούτο κόσμο. Έπειτα ξεψύχησε. Ευθύς κατάλαβα. Ο άνθρωπος αυτός ήταν νεκρός εδώ και καιρό. Την ίδια στιγμή κατέφθασε και το ασθενοφόρο. "Κάντε άκρη, κάντε άκρη" άκουσα να φωνάζει ένας τραυματιοφορέας και ο κύκλος των περίεργων και θανατολάγνων άνοιξε για να περάσει το φορείο.
Σηκώθηκα τινάζοντας τη φούστα μου. "Είναι πολύ αργά" είπα στους τραυματιοφορείς που άφηναν κάτω το φορείο και ετοιμάζονταν προσεκτικά να τον σηκώσουν. "Δεν το ξέρετε αυτό", με αγριοκοίταξε ένας από τους απαρτίζοντες τον κύκλο της περιέργειας και της τρομολαγνείας.
Γύρισα και του χαμογέλασα γλυκά. "Ω, μα το ξέρω, αγαπητέ μου. Εδώ και καιρό είναι πολύ αργά πια για αυτόν. Και τώρα με συγχωρείτε". Άνοιξα δρόμο μέσα από το πλήθος που είχε συγκεντρωθεί για να έχει κάτι να αφηγηθεί στο μεσημεριανό οικογενειακό τραπέζι και αδιαφόρησα για τα θυμωμένα και σοκαρισμένα βλέμματα που με συνόδευαν καθώς συνέχιζα το δρόμο μου. Αισθανόμουν το σώμα και την ψυχή μου ανάλαφρα και είχα μία έντονη διάθεση να περιπλανηθώ. Η ζωή με περίμενε.
του Κώστα Κουφογιώργου

-----Η ιστορία και οι πρωταγωνιστές ουδεμία σχέση έχουν με πραγματικά γεγονότα και πρόσωπα. Ή μήπως όχι;-----

Παρασκευή 7 Φεβρουαρίου 2014

Απόσπασμα από "Το κοιμητήρι της Πράγας" του Ουμπέρτο Έκο

"Οι παπάδες… Πώς τους γνώρισα; Στο σπίτι του παππού, νομίζω, έχω μια θολή ανάμνηση από φευγαλέα βλέμματα, χαλασμένα δόντια, βαριές ανάσες, ιδρωμένα χέρια που προσπαθούσαν να μου χαϊδέψουν το σβέρκο. Τι αηδία. Αργόσχολοι, ανήκουν στις επικίνδυνες τάξεις, όπως οι κλέφτες και οι αλήτες. Αυτός που γίνεται ιερέας ή μοναχός, το κάνει για να ζήσει τεμπέλικα, και η τεμπελιά είναι εγγυημένη από τον αριθμό τους. Αν οι ιερείς ήταν,ας πούμε, ένας στους χίλιους, θα είχαν τόσο πολλά να κάνουν ώστε δεν θα προλάβαιναν να κάθονται αραχτοί και να καταβροχθίζουν καπόνια. Και μεταξύ των πιο ανάξιων ιερέων, η κυβέρνηση διαλέγει τους πιο βλάκες και τους χρίζει επισκόπους.

Αρχίζεις να τους έχεις γύρω σου από τη στιγμή που γεννιέσαι, όταν σε βαφτίζουν, τους ξαναβρίσκεις στο σχολείο, αν οι γονείς σου είναι τόσο θεοφοβούμενοι που να σ’ εμπιστευτούν στα χέρια τους, μετά είναι η πρώτη κοινωνία, η κατήχηση, το χρίσμα^ ο παπάς είναι εκεί τη μέρα του γάμου σου, για να σου πει τι πρέπει να κάνεις στην κρεβατοκάμαρά σου και, την επόμενη μέρα, στην εξομολόγηση, για να σε ρωτήσει πόσες φορές το έκανες κι έτσι να μπορεί να ερεθίζεται πίσω από το διχτυωτό. Σου μιλούν με τρόμο για το σεξ, αλλά τους βλέπεις κάθε μέρα να βγαίνουν από αιμομικτικά κρεβάτια χωρίς καν να πλένουν τα χέρια τους, και να πηγαίνουν να φάνε και να πιουν τον Κύριό τους,για να τον χέσουν και να τον κατουρήσουν μετά.

Λένε και ξαναλένε ότι η βασιλεία τους δεν είναι του κόσμου τούτου και βάζουν χέρι σε οτιδήποτε μπορούν να αρπάξουν. Ο πολιτισμός δεν θα φτάσει ποτέ στο αποκορύφωμά του αν η τελευταία πέτρα της τελευταίας εκκλησίας δεν πέσει πάνω στον τελευταίο παπά, ώστε ο κόσμος να γλιτώσει απ’ αυτό το σκυλολόι."

Χωρίς σχόλια...