Παρασκευή 4 Ιανουαρίου 2013

H Λένα και ο κάδος ανακύκλωσης

Είναι της μοδός οι απαγορευμένοι έρωτες τελικά ιδίως στα πιο σύγχρονα λογοτεχνικά αναγνώσματα. Βρυκόλακας με θνητή, ολύμπιος θεός με θνητή, άγγελος με θνητή, οτιδήποτε εκτός από θνητό με θνητή και πάει λέγοντας. Έτσι και εγώ αποφάσισα να γράψω ένα μικρό διήγημα (τοσοδούλικο) για ένα ακόμα απαγορευμένο έρωτα. 

Η ιστορία μας ξεκινά ένα κυριακάτικο βράδυ σε μία αρκετά κεντρική οδό, τη Σόλωνος, όταν η ηρωίδα μας, η Λένα, περπατά επιστρέφοντας από έναν βαρετό καφέ, σε μία «πλαστική» καφετέρια με «πλαστικούς» ανθρώπους. Όλα της φαίνονται γκρίζα, μουντά, ζοφερά, ανιαρά. Η νεόπλουτη ανούσια ζωή της την πνίγει και η σκέψη της περιστρέφεται και επικεντρώνεται αποκλειστικά σε ένα μόνο πράγμα. Πόσο μόνη νιώθει. Και κάπως έτσι με αυτή τη «χαρούμενη» διάθεση περπατά προς το μετρό στην Πανεπιστημίου.
Κάποια στιγμή περνώντας μπροστά από έναν κάδο ανακύκλωσης συνειδητοποιεί πως κρατά ένα διαφημιστικό μίας παράστασης που είχε πάρει από την καφετέρια όπου προσποιούνταν πως περνούσε καλά μέχρι προ ολίγου και το ρίχνει μέσα στον κάδο θέλοντας να ξεφορτωθεί και το παραμικρό στοιχείο που την «έδενε» με την ανία των τριών τελευταίων ωρών. Αφού έχει ρίξει το χαρτί μέσα στον κάδο συνειδητοποιεί ότι κάτι είναι κολλημένο επάνω στο καπάκι του,κάτι ζωηρό και εντυπωσιακό. Κοιτάζει καλύτερα και βλέπει μία μεγάλη κόκκινη αυτοκόλλητη καρδιά η οποία κάτω από το φως της λάμπας του δρόμου στραφταλίζει σα να έχει μέσα χρυσόσκονη και δίνει την αίσθηση ότι πάλλεται. Μαγεμένη η Λένα κάνει δυο τρία βήματα πίσω για να δει καλύτερα όλο τον κάδο και συνειδητοποιεί ότι είναι ο πιο εντυπωσιακός που έχει δει ποτέ στη ζωή της. Φαίνεται ολοκαίνουργιος, πεντακάθαρος και τα χρώματα του δίνουν την αίσθηση μίας οπτικής πανδαισίας ενώ η κόκκινη καρδιά με τη χρυσόσκονη τον κάνει να φαίνεται σχεδόν «ζωντανός». Με δυσκολία τραβά το βλέμμα της προσπαθώντας να συνέλθει από τον έντονο θαυμασμό και την έλξη που αισθάνθηκε. Γυρίζει να φύγει αλλά δεν έχει κάνει ούτε τρία μέτρα όταν ακούει κάτι περίεργο από πίσω της. Έναν ήχο σαν «κλικιτικλάκ» από καπάκι που ανοιγοκλείνει και ταυτοχρόνως ακούει ρόδες που τσουλάνε. Γυρίζει και βλέπει αποσβολωμένη τον κάδο που με κόπο άφησε πριν λίγο να βρίσκεται ένα μέτρο πίσω της ακινητοποιημένος. Κατά περίεργο τρόπο δεν αισθάνεται τρομαγμένη αλλά ενθουσιασμένη και περίεργη. Αποφασίζει να παίξει ένα παιχνίδι και χαμογελά πονηρά από μέσα της. Ξεκινά ξαφνικά να φύγει βαδίζοντας γρήγορα. Την ίδια στιγμή ακούει πάλι τον ήχο «κλικιτικλάκ» και τις ρόδες να τσουλάνε. Κοκκαλώνει και γυρίζει απότομα το κεφάλι. Ο κάδος είναι πάλι στο ένα μέτρο πίσω της με την αυτοκόλλητη καρδιά να στραφταλίζει μαγευτικά μέσα στο ημίφως. Η Λένα συνεχίζει να περπατά πάλι ήρεμα αλλά αυτή τη φορά έχει γυρισμένο το κεφάλι ελαφρά στο πλάι και με την άκρη του ματιού της βλέπει ακριβώς τι συμβαίνει πίσω της. Και είναι όντως κάτι το απίστευτο αυτό που διαπιστώνει. Ο κάδος φαίνεται να τσουλάει μόνος του αγέρωχα πάνω στα ροδάκια του ακολουθώντας την ενώ το μπλε του γυαλιστερό καπάκι με την στραφταλίζουσα καρδιά ανοιγοκλείνει ελαφρά κάνοντας «κλικιτικλάκ».
Η περίεργη αυτή μικρή πορεία συνεχίζεται μέχρι το σταθμό του μετρό στο Πανεπιστήμιο όπου και η Λένα σταματά έξω από την είσοδο του σταθμού γυρίζει, τον κοιτάζει με τρυφερότητα και τον καληνυχτίζει. «Ήταν μάλλον μία από τις ωραιότερες εμπειρίες της ζωής μου» του λέει φεύγοντας και αισθάνεται μία βαρειά θλίψη καθώς γυρίζει την πλάτη και μπαίνει μέσα στο σταθμό. Οι περαστικοί κοιτάζουν παραξενεμένοι την αλλόκοτη αυτή σκηνή.
Την επόμενη μέρα το πρωί η Λένα βγαίνει από την πολυτελή πολυκατοικία που μένει στο Χαλάνδρι για να πάει στην εργασία της. Έκπληκτη βλέπει τον κάδο με τα λαμπερά χρώματα και την στραφταλίζουσα καρδιά να την περιμένει στο απέναντι πεζοδρόμιο. Τον πλησιάζει συγκλονισμένη. Απλώνει το χέρι και χαιδεύει την «καρδιά». Ένα πρωτόγνωρο αίσθημα τρυφερότητας την συνεπαίρνει και την τρομάζει ταυτόχρονα. «Τι είναι αυτό που μου συμβαίνει;»,αναρωτιέται. «Θεέ μου, τι πάω να κάνω», σκέφτεται. «Μα με έναν κάδο; Τι θα σκεφτούν οι φίλοι μου, η οικογένειά μου;», «Κλικιτικλάκ» κάνει το καπάκι του κάδου και ως εκ θαύματος πετάγεται από μέσα ένα φύλλο χαρτί. Είναι μάλλον κάτι που είχε πετάξει κάποιος για ανακύκλωση. Η Λένα το σηκώνει ξαφνιασμένη και αρχίζει να το διαβάζει. Είναι προφανώς μία σκισμένη σελίδα από κάποιο βιβλίο και περιλαμβάνει ένα ποίημα που από ότι αντιλαμβάνεται πρέπει να είναι ένα από τα διάσημα σονέτα του Σαίξπηρ. Συγκλονισμένη βλέπει κάποιους στίχους να είναι υπογραμμισμένοι. Τους διαβάζει συγκινημένη: «Love is not love which alters when it alteration finds, or bends with the remover to remove: O no! it is an ever-fixed mark that looks on tempests and is never shaken; It is the star to every wandering bark, whose worth's unknown, although his height be taken."
Kαι εκείνη τη στιγμή καταλαβαίνει ότι βρίσκεται σε ένα σταυροδρόμι. Αν θέλει να επιβιώσει μέσα στην καλή κοινωνία της οποίας είναι μέλος οφείλει να σταματήσει τώρα αυτό που συμβαίνει. Οπισθοχωρεί τρομαγμένη, πετάει κάτω το χαρτί και φεύγει τρέχοντας για τη δουλειά της. Το απόγευμα όμως βγαίνοντας απο τη δουλειά ο κάδος είναι πάλι εκεί και την περιμένει υπομονετικά. Αυτό συνεχίζεται για περίπου μία εβδομάδα. Η Λένα προσπαθεί να τον αγνοεί, να καταπιέζει τα έντονα συναισθήματα που την κατακλύζουν όταν τον βλέπει. Κάποια στιγμή δεν αντέχει. Ένα βράδυ ξεπερνώντας όλες τις αναστολές της κατεβαίνει από το διαμέρισμά της και μιλώντας του τρυφερά του ζητά να την ακολουθήσει. «Κλικιτικλάκ» κάνει ο πολύχρωμος κάδος, η καρδιά στραφταλίζει πιο έντονα από κάθε άλλη φορά και την ακολουθεί τσουλώντας αργά και ανεβαίνοντας με εκπληκτική άνεση όλα τα σκαλοπάτια ως τον τρίτο όροφο που μένει η Λένα.
Από εκεί και έπειτα τα πράγματα εξελίσσονται ραγδαία. Τα σονέτα του Σαίξπηρ που ξεπετάγονται από τον αγαπημένο της κάδο στην αγκαλιά της Λένας διαδέχονται το ένα το άλλο ακολουθούμενα από γενναίες δόσεις σκοτεινού πάθους του Λόρκα και εναλλαγές από Robert Graves και Robert Frost. H σχέση τους ξεφεύγει πέρα από κάθε έλεγχο και η Λένα δεν ενδιαφέρεται πια να την κρατήσει κρυφή. Οι φίλοι της την εγκαταλείπουν ένας ένας μην αντέχοντας την προσβολή του να είναι αναγκασμένοι να συναναστραφούν έναν πλαστικό κάδο. Οι γονείς της απειλούν να την αποκληρώσουν και να κόψουν κάθε επαφή μαζί της. Η σχέση της θεωρείται κατακριτέα από το σύνολο του κύκλου της. Δυσκολεύεται ακόμα και να βγει έξω με τον αγαπημένο της γιατί στα περισσότερα εστιατόρια, καφετέριες που σύχναζε παλαιότερα η παρουσία του κάδου θεωρείται προσβλητική. «Δεν είναι καθόλου σωστό για τους υπόλοιπους θαμώνες και καθόλου αποδεκτό από τον κύκλο σας να είναι υποχρεωμένοι να βρίσκονται στον ίδιο χώρο με έναν πλαστικό κάδο, δεσποινίς» την ενημέρωσε ευγενικά ο μαιτρ σε ένα ακριβό εστιατόριο όταν ζήτησε εξοργισμένη να δει τον υπεύθυνο γιατί δεν τους επέτρεπαν να μπουν.
Η Λένα αποφασίζει να αγωνιστεί και να υπερασπιστεί το δικαίωμά της να έχει ελεύθερα σχέση μέ όποιον επιθυμεί ενάντια σε κάθε ρατσισμό και προκατάληψη. Κατεβαίνει συνοδευόμενη από τον κάδο στη μεγαλύτερη αντιρατσιστική πορεία της Αθήνας. Αισθάνεται την ανάγκη να διεκδικήσει αυτό που θέλει. Ο κάδος ,πάντα δίπλα της,την ακολουθεί. «Κλικιτικλάκ». Τα πράγματα όμως παρεκτρέπονται γρήγορα. Ξαφνικά οι «γνωστοί άγνωστοι» αρχίζουν να πετούν μολότωφ και τα ΜΑΤ αντεπιτίθενται με δακρυγόνα. Κάποιοι υφαρπάζουν βίαια τον κάδο από την τρυφερή αγκαλιά της και του βάζουν φωτιά θέλοντας να τον χρησιμοποιήσουν ως προστατευτικό τοίχωμα απέναντι στην αστυνομία.Ο κάδος με την στραφταλίζουσα καρδιά καίγεται ολοσχερώς. Η Λένα ανήμπορη να αντιδράσει παρακολουθεί συντετριμμένη τη σκηνή που καίγεται ο αγαπημένος της ανάμεσα σε λυγμούς. Το τέλος της πορείας και των επεισοδίων την βρίσκει να κλαίει σπαράζοντας επάνω από τον ολοκληρωτικά κατεστραμμένο αγαπημένο της.
The end a.k.a. Σνιφ