Κυριακή 18 Μαΐου 2014

Βγήκαμε στις αγορές

Την πρώτη ημέρα που βγήκαμε στις αγορές...


Ήταν μία συνηθισμένη ημέρα, σε μία συνηθισμένη πόλη. Βγήκα από το σπίτι φουριόζα. Είχα αρκετές δουλειές και είχα καθυστερήσει να ξεκινήσω. Ναι, η σχέση μου με το χρόνο ποτέ δεν ήταν καλή. Τον βλέπω λίγο σαν αυτούς τους συνετούς φίλους που προσπαθούν μονίμως να με βάλουν σε μία τάξη αλλά ποτέ δεν τα καταφέρνουν γιατί η αταξία έχει γίνει δεύτερό μου δέρμα και, κακά τα ψέματα, μου αρέσει το μικρό χάος μέσα στο οποίο ζω.
Βγήκα λοιπόν βιαστική και ξεκίνησα να περπατώ προς τη λεωφόρο. Κίνηση ιδιαίτερα αυξημένη, ήταν ημέρα λαϊκής. Ταλαιπωρημένες νοικοκυρές περιφέρονταν με τα καροτσάκια που ξεχείλιζαν ζαρβαβατικά, διπλοτριπλοπαρκαρισμένα αυτοκίνητα, όλα αυτά συνέθεταν ένα άκρως γοητευτικό (not!) σκηνικό.
Μετά από πέντε λεπτά περπάτημα είχα φτάσει στη διασταύρωση δωδεκανήσου και λεωφόρου βουλιαγμένης. Βρισκόμουν στο φανάρι επί της βουλιαγμένης και περίμενα να ανάψει πράσινο για να περάσω απέναντι όταν ξαφνικά άκουσα έναν φριχτό θόρυβο. Γύρισα το κεφάλι μου αριστερά και μόλις που πρόλαβα να δω έναν μεσήλικα κύριο να εκφενδονίζεται με ιλλιγιώδη ταχύτητα από το μηχανάκι πάνω στο οποίο βρισκόταν και να προσγειώνεται φαρδύς πλατύς σχεδόν μπροστά στα πόδια μου στην άσφαλτο. Για δευτερόλεπτα πάγωσα και δεν ήξερα πως να αντιδράσω. Έπειτα συνήλθα και έσκυψα να δω πως μπορούσα να τον βοηθήσω. Το ένα του πόδι και ήταν αφύσικα γυρισμένο, σίγουρα είχε σπάσει. Δε φαινόταν να έχει γρατσουνιές ή μώλωπες γιατί δεν είχε συρθεί σχεδόν καθόλου στην άσφαλτο αλλά το πιο σοβαρό φαινόταν να είναι το χτύπημα στο κρανίο του. Από τη δεξιά πλευρά του κεφαλιού αιμορραγούσε απίστευτα.
Ένας άλλος κύριος που είχε βγει από ένα σταματημένο αυτοκίνητο φώναξε ότι καλεί ασθενοφόρο και την τροχαία. Γονάτισα δίπλα στον τραυματία που είχε κλειστά τα μάτια και ανέπνεε με δυσκολία και άρχισα να του μιλάω. "Κύριε μην ανησυχείτε. Χτυπήσατε αλλά σε λίγο έρχονται για να σας βοηθήσουν." Ταυτοχρόνως άκουγα γύρω μου φωνές  και κάμποσα ουρλιαχτά. Αυτά που βγάζουν συνήθως υστερικές κυρίες και δεσποινίδες εμποτισμένες με άπειρες ώρες τηλεοπτικών δραμάτων και τούρκικων σίριαλ έρωτα και απόγνωσης. Έκλεισα τα αυτιά μου στην τριγύρω οχλοβοή και επικεντρώθηκα στον άνθρωπο που ήταν ξαπλωμένος πάνω στην άσφαλτο. Ξαφνικά τα μάτια του άνοιξαν και με κοίταξε με ένταση ενώ ταυτοχρόνως το χέρι του άδραξε με απρόσμενη δύναμη το δικό μου. Έδειχνε σα να προσπαθούσε να πει κάτι. Σκέφτηκα πως ίσως να μην τα κατάφερνε, ίσως να ήθελε να μου πει κάτι σημαντικό, μπορεί αυτά να ήταν τα τελευταία του λόγια που θα ήθελε να ξέρουν η οικογένειά του. Έσκυψα ακόμα περισσότερο επάνω του και έφερα του αυτί μου πολύ κοντά στο στόμα του για να ακούσω. Ο ψίθυρος που ακουγόταν ήταν αδύναμος αλλά παρόλα αυτά μπόρεσα να ξεχωρίσω αυτό που ήθελε να πει: "Είμαι τόσο ευτυχισμένος. Σήμερα βγήκαμε στις αγορές."
Ήταν οι τελευταίες του λέξεις στον μάταιο τούτο κόσμο. Έπειτα ξεψύχησε. Ευθύς κατάλαβα. Ο άνθρωπος αυτός ήταν νεκρός εδώ και καιρό. Την ίδια στιγμή κατέφθασε και το ασθενοφόρο. "Κάντε άκρη, κάντε άκρη" άκουσα να φωνάζει ένας τραυματιοφορέας και ο κύκλος των περίεργων και θανατολάγνων άνοιξε για να περάσει το φορείο.
Σηκώθηκα τινάζοντας τη φούστα μου. "Είναι πολύ αργά" είπα στους τραυματιοφορείς που άφηναν κάτω το φορείο και ετοιμάζονταν προσεκτικά να τον σηκώσουν. "Δεν το ξέρετε αυτό", με αγριοκοίταξε ένας από τους απαρτίζοντες τον κύκλο της περιέργειας και της τρομολαγνείας.
Γύρισα και του χαμογέλασα γλυκά. "Ω, μα το ξέρω, αγαπητέ μου. Εδώ και καιρό είναι πολύ αργά πια για αυτόν. Και τώρα με συγχωρείτε". Άνοιξα δρόμο μέσα από το πλήθος που είχε συγκεντρωθεί για να έχει κάτι να αφηγηθεί στο μεσημεριανό οικογενειακό τραπέζι και αδιαφόρησα για τα θυμωμένα και σοκαρισμένα βλέμματα που με συνόδευαν καθώς συνέχιζα το δρόμο μου. Αισθανόμουν το σώμα και την ψυχή μου ανάλαφρα και είχα μία έντονη διάθεση να περιπλανηθώ. Η ζωή με περίμενε.
του Κώστα Κουφογιώργου

-----Η ιστορία και οι πρωταγωνιστές ουδεμία σχέση έχουν με πραγματικά γεγονότα και πρόσωπα. Ή μήπως όχι;-----

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου