Πέμπτη 1 Ιανουαρίου 2015

Χριστουγεννιάτικη ιστορία

Ήταν η καλύτερη εποχή, ήταν η χειρότερη εποχή. Όχι, μισό λεπτό. Αυτό θα ήταν παράφραση/παρωδία άλλης ιστορίας του Ντίκενς. Ήταν η χειρότερη εποχή.- Και πως θα μπορούσε να μην είναι; Ήταν βράδυ παραμονής Χριστουγέννων και η Καλλιπάτειρα βρισκόταν στην Αθήνα. Το τραγικό βέβαια δεν ήταν το ότι βρισκόταν στην Αθήνα αλλά το ότι ήταν παραμονή Χριστουγέννων. Καθισμένη μπροστά από τον υπολογιστή της έγραφε τις τελευταίες γραμμές μίας παρωδίας της Χριστουγεννιάτικης ιστορίας προτού πέσει για ύπνο και αφήσει οριστικά και αμετάκλητα πίσω της αυτή τη φριχτή ημέρα. Αποθήκευσε το έγγραφο και αναστενάζοντας κοίταξε την ώρα στην οθόνη του υπολογιστή. Είχε έρθει η στιγμή επιτέλους για την λυτρωτική ανάπαυση στο κρεβάτι της. Χαμογέλασε καθώς σκέφτηκε πως φέτος την είχε γλιτώσει από τα πρωινά κάλαντα μια και το διαμέρισμά της είχε ανεξάρτητη κρυφή είσοδο που απαιτούσε ιδιαίτερες ικανότητες για να την ανακαλύψει κανείς. Δε θα άντεχε πάλι τις τσιριχτές φωνές και τα εκνευριστικά τριγωνάκια που εμφανίζονταν κάθε τέτοια μέρα το πρωί στο κατώφλι της. Ειλικρινά, αν χρειαζόταν ξανά να ανοίξει την πόρτα της θα το έκανε μόνο και μόνο για να ψεκάσει τα μικρά "ζωύφια" με αυτό ακριβώς που τους ταίριαζε: Εντομοκτόνο!

Ένα τέταρτο αργότερα ήταν ξαπλωμένη και ήδη είχε αρχίσει να νιώθει τις πρώτες κρούσεις του Μορφέα. Αυτή η υπερπροσφορά εορταστικού πνεύματος των τελευταίων ημερών που την ακολουθούσε όπου και αν πήγαινε την οδηγούσε με γοργούς ρυθμούς στα πρόθυρα νευρικής κρίσης. Μισούσε τα Χριστούγεννα και όλα όσα συμπεριελάμβαναν. Tα χαζοχαρούμενα τραγουδάκια, τα ξενέρωτα πάρτι, το κραυγαλέο μάρκετινγκ για να αγοράσεις όσα πιο πολλά μπορείς. Μπλιαχ! Eυτυχώς ένιωσε τα βλέφαρά της σιγά σιγά να βαραίνουν και αισθάνθηκε μια ανακούφιση καθώς συνειδητοποιούσε ότι σε λίγο όλες αυτές οι σκέψεις θα εξαφανίζονταν στη λησμονιά του ύπνου.

Ξύπνησε από έναν ανησυχητικό θόρυβο. Στην αρχή νόμισε πως απλά ονειρευόταν και πως η ανάμνηση του ονείρου είχε παρεισφρύσει μέσα στην πραγματικότητα της κρύας νύχτας. Ανακάθισε στο κρεβάτι και προσπάθησε να ακούσει καλύτερα. Όχι δεν έκανε λάθος. Κάτι όντως υπήρχε μέσα στο υπνοδωμάτιό της και έκανε έναν ανατριχιαστικό ήχο. Ήταν απόλυτα σίγουρη για αυτό. Μέσα στο απόλυτο σκοτάδι ακουγόταν κάτι σαν αλυσίδες να σέρνονται στο ωραιότατο φρεσκογυαλισμένο ξύλινο δάπεδο του υπνοδωματίου της. Ο τρόμος έκανε τις τρίχες στο σβέρκο της να ορθωθούν. Επίσης πιθανότατα να έβρεξε λίγο και το δαντελένιο της βρακάκι αλλά όλα αυτά ήταν πλέον φαιδρές λεπτομέρειες."Θεέ μου!" σκέφτηκε. "Κάποιος αδειούχος δραπέτης των φυλακών Κορυδαλλού, που δεν πρόλαβε να ξεφορτωθεί τα δεσμά του, εισέβαλε στην κρεβατοκάμαρά μου με σκοπό να με βιάσει". Ο φόβος την είχε καθηλώσει στο κρεβάτι και δεν τολμούσε να αρθρώσει λέξη αλλά ήξερε πολύ καλά πως το να χώσει το κεφάλι κάτω από τα σκεπάσματα δε θα τη βοηθούσε. Μάζεψε όσα απομεινάρια κουράγιου της είχαν απομείνει και σηκώθηκε από το κρεβάτι αποφασισμένη να τρέξει όσο πιο γρήγορα μπορούσε μέσα στο σκοτάδι προς την είσοδο του διαμερίσματός της. Ακόμα και χωρίς φως είχε το πλεονέκτημα γιατί γνώριζε πως να κινείται μέσα στο σπίτι της. Δεν πρόλαβε να κάνει το πρώτο βήμα όμως και μία τρεμάμενη γεροντίστική φωνή την έκανε να παγώσει στη θέση της."Μη φοβάσαι! Εμπρός για μια Ελλάδα νέα!" Και με αυτά τα λόγια η μορφή φωτίστηκε από ένα ψυχρό λευκό φως που φαινόταν να προέρχεται από το κέντρο της.

Η Καλλιπάτειρα κοίταξε σοκαρισμένη τον άνθρωπο (αν μπορούσε να τον αποκαλέσει έτσι) που είχε ξαφνικά αποκαλυφθεί μπροστά στα μάτια της. Ήταν ένας γέρος, χλωμός και αδύναμος, που φορούσε γυαλιά πρεσβυωπίας και ένα ζευγάρι λευκές πιτζάμες, σαν αυτές που προσέφεραν τα νοσοκομεία στους ασθενείς τους. Ο αποστεωμένος παππούς την κοίταξε με έντονο βλέμμα πίσω από το χλωμό του πρόσωπο. "Είμαι το πνεύμα των περασμένων Χριστουγέννων" της είπε με στόμφο που τον σαμποτάριζε έντονα η ξεψυχισμένη του φωνή. Μία αναλαμπή αναγνώρισης κατακεραύνωσε την Καλλιπάτειρα που του απάντησε σαστισμένη. "Αν εσύ είσαι πνεύμα των περασμένων Χριστουγέννων εγώ είμαι η Μαρία Αντουανέτα τουλάχιστον. Είσαι ο Ανδρέας Παπανδρέου. Αλλά εσύ έχεις πεθάνει. Άρα είσαι το φάντασμά του φορώντας προφανώς τα ρούχα με τα οποία άφησες την τελευταία σου πνοή στο νοσοκομείο".

Ξαφνιάστηκε και η ίδια με τη νοητική της ετοιμότητα δεδομένων και των συνθηκών. Προφανώς η ζάχαρη από όλους αυτούς τους κουραμπιέδες δεν είχε ναρκώσει εντελώς τον εγκέφαλό της. Το φάντασμα κούνησε αδιάφορα τα χέρια του κάνοντας τις αλυσίδες να κροταλίσουν ακόμα μία φορά. "Έτσι όπως είχα καταντήσει στα τελευταία μου ήμουν έναν εν ζωή φάντασμα. Τώρα επισημοποιήθηκε το θέμα και επιπλέον μου έχει ανατεθεί και μία αποστολή". Η κοπέλα ένιωσε τον φόβο να την παραλύει ξανά. Τι εννοούσε; "Για ποια αποστολή μιλάς; Αν προσπαθείς να προσηλυτίσεις στο ετοιμοθάνατο κόμμα σου και άλλους ψηφοφόρους ξέχασέ με. Είστε τόσο απελπισμένοι και αδίστακτοι πια ώστε στρατολογείτε και τα στελέχη που έχουν περάσει στην απένατι όχθη;" πρόσθεσε νιώθοντας τον θυμό και την αγανάκτηση να της ζεσταίνουν τα σωθικά και να της δίνουν ξαφνικά άφθονο θάρρος. Το φάντασμα αναστέναξε και κούνησε πάλι τα χέρια του μαζί με τις αλυσίδες. "Αλίμονο. Περασμένα μεγαλεία. Και άλλωστε, έτσι όπως έχει κάνει ο χοντρός το κόμμα, καλύτερα να διαλυθεί τελείως για να κλείσει ολοκληρωτικά η υπόθεση. Εμένα αυτή είναι πλέον η τιμωρία μου. Να επισκέπτομαι τους άπιστους των Χριστουγέννων για να τους ενσταλάξω λίγη πίστη. Θα σε συμβούλευα να με ακολουθήσεις σε αυτό το ταξίδι ειδάλλως έχω εντολή να κάτσω εδώ και να σε στοιχειώνω μέχρι να τελειώσουν οι γιορτές".

Κρύος ιδρώτας έλουσε την Καλλιπάτειρα. Να την στοιχειώνει ο Ανδρέας Παπανδρέου μέχρι το πέρας και της ημέρας των Φώτων; Με ταχύτητα αστραπής πέρασαν μπροστά από τα μάτια της σκηνές από τις προεκλογικές του ομιλίες, τη σκηνή με την τούρτα και την Λιάνη που τον τάιζε στο στόμα, το "Τσοβόλα δώστα όλα". Δε χρειάστηκε να σκεφτεί περισσότερο. Θα έκανε ότι χρειαζόταν προκειμένου να τον ξεφορτωθεί το συντομότερο δυνατό. Η παρουσία του της ήταν ανυπόφορη την περίοδο που ήταν ζωντανός και τον έβλεπε μόνο από την τηλεόραση ή τις εφημερίδες. Πόσο μάλλον τώρα να τον έχει μέσα στο ίδιο της το σπίτι σαν φάντασμα. Ανεπίτρεπτο! Έπρεπε να κάνει τα αδύνατα δυνατά για να τον ξεφορτωθεί!

”Εντάξει, θα έρθω μαζί σου" πρόσθεσε με στόμφο. "Που πάμε; Να υποθέσω, μια και είσαι το πνεύμα των περασμένων Χριστουγέννων σε κάποια παιδικά ή εφηβικά μου Χριστούγεννα;" "Πιάσε το χέρι μου και θα δεις" της απάντησε το φάντασμα του Παπανδρέου. Η κοπέλα πλησίασε με δυσφορία. Δεν της άρεσε ιδιαίτερα η σωματική επαφή γενικά και ακόμα περισσότερο με το φάντασμα ενός πολιτικάντη. Έκανε όμως την καρδιά της πέτρα και με μία γκριμάτσα αποδοκιμασίας του έπιασε το χέρι. Ήταν παγωμένο και άνευρο όπως θα έπρεπε να είναι το χέρι ενός νεκρού. Είδε τότε το ψυχρό φως που εξέπεμπε το φάντασμα να δυναμώνει και να τους τυλίγει και ξαφνικά δεν έβλεπε τίποτα άλλο πέρα από το φως.

Το πρώτο πράγμα που αντιλήφθηκε ήταν μία ενοχλητική βουή. Κάτι σαν ανάμειξη οχλαγωγίας και μουσικής. Ο ήχος φάνηκε να καθαρίζει και η εκτυφλωτική λευκή λάμψη άρχισε σιγά σιγά να μειώνεται. Τι ήταν αυτό που άκουγε; Μπουζούκια; Δεν ήταν σίγουρη. Η όραση της καθάρισε εντελώς και είδε καθαρά τώρα που βρισκόταν. Ήταν μέσα σε ένα νυχτερινό κέντρο, δίχως αμφιβολία, το κατάλαβε από τον κόσμο, το φωτισμό και τη μουσική. Και μάλιστα ένα από αυτά τα λαϊκά κέντρα που απεχθανόταν τόσο πολύ. Καθόταν με το φάντασμα του πρώην πρωθυπουργού σε ένα γωνιακό τραπέζι δίπλα στην πίστα. Και μισό λεπτό. Ποια ήταν αυτή η κοντόχοντρη με το μαύρο λαμέ φόρεμα που τραγουδούσε επάνω στην πίστα και οι θαμώνες της έριχναν λουλούδια; "Δεν το πιστεύω!" σκέφτηκε. " Η Ρίτα Σακελλαρίου. Μα καλά, πότε είχε πάει εγώ στη Ρίτα; Αποκλείεται! Κάποιο λάθος έχει γίνει". Στράφηκε στον "συνοδό" της. "Δε μου λες, τι συμβαίνει εδώ πέρα; Που βρισκόμαστε;" Προτού όμως το φάντασμα προλάβει να απαντήσει είδε με την άκρη του ματιού της κάτι που την έκανε να αναπηδήσει σχεδόν επάνω στην άβολη καρέκλα της. Ο Ανδρέας Παπανδρέου σε νεοτερη έκδοση καθόταν πρώτο τραπέζι πίστα αγκαλιά με μία ξανθιά (η οποία της φάνηκε να έχει μία ύποπτη ομοιότητα με τη Δήμητρα Λιάνη) και έραινε με γαρύφαλλα την περήφανο αοιδό. Και τότε αίφνης, κατάλαβε. "Τι απατεώνας που εξακολουθείς να είσαι" είπε φουρκισμένη μέχρι τα μπούνια στο φάντασμα που καθόταν αναπαυτικά στην καρέκλα του και φαινόταν να έχει απορροφηθεί από το άσμα που ακουγόταν. "Σου έχουν αναθέσει μία αποστολή κι εσύ αντί να την φέρεις εις πέρας τη χρησιμοποιείς για να επισκεφτείς δικές σου παρελθοντικές γιορτές. Πόσο αηδιαστικά πασοκικό εκ μέρους σου!" Το φάντασμα του Παπανδρεόυ κοίταξε με αληθινή νοσταλγία την παλιά καλή έκδοση του εαυτού του που φαινόταν να διασκεδάζει με τα φιλιά της Λιάνη (η κοπέλα ήταν σίγουρη πια για την ταυτότητα της ξανθιάς γυναίκας) αλλά και με την ερμηνεία της Σακελλαρίου στο "Αυτό ο άνθρωπος, αυτός". "Τι ωραία χρόνια που ήταν τότε. Στο απόγειό μου. Το ΠΑΣΟΚ μόλις είχε ανέβει στην εξουσία και οι γυναίκες έτρεχαν από πίσω μου. Αυτά είναι από τα πιο αγαπημένα μου Χριστούγεννα" μονολόγησε μελαγχολικά.

Η Καλλιπάτειρα έβγαζε ατμούς από τα αυτιά. Ήταν πυρ και μανία! "Θέλω να γυρίσω στο σπίτι μου τώρα!!! Τελικά κατάλαβα από που έχουν πάρει την νοοτροπία όλα τα μέλη του κόμματός σου. Παγαποντιά στην παγαποντιά και απατεωνιά ακόμα και μετά θάνατον. Πάρε με τώρα από εδώ ή θα αρχίσω να φωνάζω όσο πιο δυνατά μπορώ". Ο φαντασματοπαπανδρέου γύρισε και την κοίταξε κατεργάρικα. "Ξέρεις, δεν μπορούν να μας δουν. Για αυτούς είμαστε αόρατοι". Η κοπέλα ξεφύσηξε θυμωμένα. "Ίσως" του αντιγύρισε" αλλά μπορεί να μας ακούσει αυτός που σου έχει αναθέσει την ιερή αυτή αποστολή και έτσι να φροντίσει από την επόμενη φορά να επισκέπτεσαι αμετανόητους αριστερούς προσπαθώντας να τους κάνεις να αλλαξοπιστήσουν και να ψηφίσουν το παρόν ΠΑΣΟΚ, μία αδύνατη δηλαδή και οπωσδήποτε εξαιρετικά δυσάρεστη αποστολή". Το φάντασμα δεν απάντησε αλλά η κοπέλα προς μεγάλη της ευχαρίστηση (γέλασε χαιρέκακα από μέσα της) τον είδε να μουρτζουφλιάζει και χωρίς να πει λέξη της έπιασε το χέρι. Το ψυχρό λευκό φως τους τύλιξε πάλι καλύπτοντας οτιδήποτε άλλο στο οπτικό της πεδίο.

Ξαναβρέθηκε στη σκοτεινιά του δωματίου της, ξαπλωμένη στο κρεβάτι και για μια στιγμή νόμισε πως όλα αυτά ήταν ένα πολύ άσχημο όνειρο, τα πέντε μελομακάρονα και οι έξι κουραμπιέδες που ζητούσαν εκδίκηση στον ύπνο της. "Από Δευτέρα δίαιτα" σκέφτηκε και ετοιμάστηκε να κλείσει τα μάτια αλλά... Τι ήταν αυτό που άκουσε πάλι; Κάτι σαν "Ψιτ!" "Μπα, αποκλείεται" σκέφτηκε. "Επίσης από Δευτέρα θα πάρω τηλέφωνο να κλείσω ραντεβού με έναν Ωρλ. Έχω θέμα και με την ακοή μου πλέον!" Δεν προλάβε όμως να ολοκληρώσει τη σκέψη της άκουσε πάλι και αυτή τη φορά ολοκάθαρα "Ψιτ!Κοπελιά!"

Ανακάθισε στο κρεβάτι τρομαγμένη. "Όχι πάλι!!!!" σκέφτηκε. "Όποιος και αν είναι εδώ να φύγει τώρα. Είμαι κόρη αστυνομικού διευθυντή" δήλωσε με ελαφρά τρεμάμενη φωνή. "Εκτός και αν είστε χρυσαυτίτης, κύριε. Τότε να ξέρετε πως είμαι κόρη του Κουφοντίνα". Και με αυτές τις λέξεις κινήθηκε προς το διακόπτη του φωτός που βρισκόταν λίγο πιο πέρα ενώ ταυτοχρόνως σκεφτόταν πως κάπου τα είχε θαλασσώσει στις δηλώσεις που μόλις είχε κάνει. Μήπως έπρεπε να τα πει αντίστροφα; Ήταν λάθος που ανέφερε τον Κουφοντίνα; "Κοπελιά" ακούστηκε πάλι η ίδια μπάσα ανδρική φωνή. "Μη σκας. Έχω δικό μου φωτισμό". Και πριν ολοκληρωθεί η φράση το δωμάτιο φωτίστηκε από μία πανδαισία χρωμάτων. Χριστουγεννιάτικα πολύχρωμα φωτάκια που αναβόσβηναν σε γρήγορο τέμπο στόλιζαν από την κορφή μέχρι τα νύχια έναν άκρως περίεργο τύπο που η Καλλιπάτειρα χαρακτήρισε από μέσα της ως αφροαμερικανό καουμπόυ. Φορούσε μπότες με σπιρούνια, καουμπόικο καπέλο και γιλέκο και παντελόνι καμπάνα. Το τελευταίο δε φαινόταν να κολλάει πολύ αλλά μήπως όλα όσα συνέβαιναν κολλούσαν; "Μη μου πεις" ψέλλισε μουδιασμένη. " Ή είσαι το πνεύμα των φετινών Χριστουγέννων ή αυτό των επερχόμενων Αποκριών". Ο μελαμψός καουμπόυ την κοίταξε αυστηρά, όσο αυστηρά γινόταν να την κοιτά κάποιος ανάμεσα από δεκάδες χρωματιστά λαμπιόνια. "Δεν είναι η ώρα για αστεία και δεν έχουμε καθόλου καιρό για χάσιμο. Έλα εδώ και πιάσε μου το χέρι γιατί πρέπει να φύγουμε".

Η Καλλιπάτειρα αναστέναξε παραιτημένα, κούνησε αδιάφορα τους ώμους της, σηκώθηκε και πλησίασε τον πολύχρωμο καουμπόυ. Δεν είχε καμία διάθεση να αντισταθεί. Το σύμπαν προφανώς είχε άλλα σχέδια για αυτήν απόψε και ούτως ή άλλως ο τύπος φαινόταν ιδιαίτερα γοητευτικός. Σκέφτηκε το ρητό που της είχε μάθει μία φίλη πριν λίγα χρόνια "If you go black, you can never go back" και του έπιασε με μία έντονη αδημονία το χέρι. Σχεδόν την ίδια στιγμή το οπτικό της πεδίο γέμισε αναρίθμητα πολύχρωμα λαμπάκια που εναλλάσονταν. Τα πάντα θόλωσαν και βυθίστηκε στο σκοτάδι. Έκλεισε τρομαγμένη τα μάτια της.

"Μπορείς να ανοίξεις τα μάτια σου" άκουσε τη βαθειά μπάσα φωνή να της λέει. Η κοπέλα τα άνοιξε υπάκουα και αντίκρισε το ράφι ενός σούπερ μάρκετ; Τι ήταν αυτό; Και όλη αυτή η βουή και φασαρία; Κοίταξε τριγύρω και είδε αναρίθμητα ράφια σε παράλληλους διαδρόμους και όλα γεμάτα με χριστουγεννιάτικα στολίδια. Κόσμος πολύς και αγχωμένος περιφερόταν ανάμεσα στους διαδρόμους. Γέροι, νέοι, ζευγάρια ανυπόμονα να τελειώσουν τα ψώνια τους, παιδιά που τσίριζαν. "Μπλιαχ! Τι απαίσιο σκηνικό! Γιατί με έφερε άραγε εδώ;" σκέφτηκε. Στράφηκε να τον ρωτήσει και αυτό που είδε την έκανε να μείνει με το στόμα ανοιχτό από την κατάπληξη. Το καπέλο του γοητευτικού καουμπόυ είχε ένα μεγάλο αυτοκόλλητο που έγραφε Jumbo. "Ώστε έτσι λοιπόν! Ήταν όντως πολύ καλός για να είναι αληθινός". Τον παρατήρησε λίγο καλύτερα και ένιωσε να πλημμυρίζει από μία έντονη αίσθηση αηδίας. Το όλο ντύσιμο του απέπνεε τη φτήνια που αντίκρυζε κανείς στα εν λόγω πολυκαταστήματα. Το καπέλο ήταν χάρτινο, το γιλέκο φαινόταν έτοιμο να σκιστεί, το παντελόνι αν το πλησίαζες με αναπτήρα θα λαμπάδιαζε πιο δυνατά και από το άγιο φως, οι μπότες και τα σπιρούνια ήταν πλαστικά. Αναμφίβολα όλα κινέζικης προέλευσης. Έπειτα άκουσε αυτό που έπαιζαν τα μεγάφωνα και κατάλαβε ευθύς που βρισκόταν. Ήταν μία από αυτές τις απαίσιες χριστουγεννιάτικες διαφημίσεις των Jumbo που όταν τις άκουγε στο ραδιόφωνο άλλαζε γρήγορα σταθμό.

Η κακόγουστη διαφήμιση που παιζόταν από τα ηχεία τελείωσε και κατευθείαν ξεκίνησε η επόμενη. "Δε θα αντέξω για πολύ εδώ μέσα σκέφτηκε" κοιτάζοντας με απόγνωση τους λυσσασμένους καταναλωτές που περιφέρονταν στους διαδρόμους γεμίζοντας το καρότσι τους ασφυκτικά με κάθε λογής άχρηστα χριστουγεννιάτικα σκουπίδια. Γύρισε και κοίταξε αποφασιστικά τον φτηνιάρη γοητευτικό καοϋμπόυ που στο μεταξύ περιεργαζόταν με τη χαρά ενός μικρού παιδιού κάποιους πανάθλιους φουσκωτούς αγιοβασίληδες στο απέναντι ράφι. "Γιατί με έφερες εδώ;" τον ρώτησε εκνευρισμένη. "Μα για να δεις τη χαρά των Χριστουγέννων. Εδώ είναι το κέντρο της ευτυχίας και του χριστουγεννιάτικου πνεύματος" αποκρίθηκε αυτός με ένα πλατύ χαμόγελο που τόνιζε άψογα την ολόλευκη οδοντοστοιχία του.

Η Καλλιπάτειρα έμεινε άναυδη. Ο τύπος τα πίστευε αυτά που έλεγε και αυτό τον καθιστούσε σχεδόν τραγικό ήρωα. Τον λυπόταν αλλά δεν μπορούσε να καθίσει να υποστεί κι άλλο όλη αυτή την εμποροπανήγυρη. Αποφάσισε να πάρει την κατάσταση στα χέρια της. "Άκου" του είπε. "Ξέρω πολύ καλά ποιος είσαι. Είσαι ο Jumbo τιμωρός, ο ήρωας από την κακόγουστη τηλεοπτική διαφήμιση της Jumbo που πυροβολεί με ένα ψεύτικο περίστροφο τις ακριβές τιμές. Δε νομίζω πως έχεις να μου προσφέρεις κάτι είτε εσύ, είτε τα Jumbo. Θέλω να με επιστρέψεις σπίτι μου τώρα!" γρύλισε μέσα από τα δόντια της.

Ο τιμωρός των ακριβών τιμών την κοίταξε ολοφάνερα σοκαρισμένος. "Kακόγουστες οι διαφημίσεις των Jumbo; Αισθάνομαι πληγωμένος και απερίγραπτα στενοχωρημένος. Δε φαίνεται να διαθέτεις καθόλου από το πνεύμα των Χριστουγέννων μέσα σου αφού ούτε στα Jumbo δεν μπόρεσες να το νιώσεις. Άδικος κόπος λοιπόν. Φεύγουμε τώρα!" Πριν προλάβει η κοπέλα να του απαντήσει οργισμένα αυτό που σκεφτόταν για τον ίδιο και την αλυσίδα των καταστημάτων που την έφερε σχεδόν με το ζόρι, την είχε ήδη αρπάξει απότομα από το χέρι και τα πολύχρωμα φωτάκια του θάμπωσαν μπροστά στα μάτια της ώσπου το μισητό κατάστημα εξαφανίστηκε από μπροστά της.

Βρέθηκε πάλι στο σκοτάδια του δωματίου της αλλά αυτή τη φορά δεν ήταν στο κρεβάτι της. Ήταν όρθια. "Δεν πρόκειται να με ξαναπιάσουν εξαπήνης" μονολόγησε δυνατά και με ταχύτητα φωτός κατευθύνθηκε στο διακόπτη και άνοιξε το φως. Αυτό όμως που αντίκρυσε στο κρεβάτι της της έκανε να αναπηδήσει φωνάζοντας με αηδία "Ίου!"

Ξαπλωμένο επάνω στο μαξιλάρι της ήταν ένα πλάσμα που δεν είχε ξαναδεί ποτέ στη ζωή της όμοιό του. Είχε το μέγεθος μικρού βιβλίου αλλά το αηδιαστικό δεν ήταν αυτό. Το αηδιαστικό ήταν το σώμα του που ήταν πανομοιότυπο με αυτό μιας κατσαρίδας ενώ το κεφάλι του (όπως τρομοκρατημένη πρόσεξε η κοπέλα) ήταν ανθρώπινο και έμοιαζε να είναι ενός μικρού αγοριού με καστανά μαλλιά σε μινιόν έκδοση βέβαια. "Φύγε από το μαξιλάρι μου, έκτρωμα" τσίριξε με όση δύναμη είχε. "Ουφ, πουφ" αντιγύρισε το πλάσμα μιλώντας με παιδική φωνή. "Δε βλέπεις πως είμαι αναποδογυρισμένος; Βοήθησέ με!" Και όντως έτσι ήταν. Τα έξι κατσαριδένια του πόδια κουνιούνταν ανήμπορα στον αέρα μην μπορώντας να τον επαναφέρουν στην αρχική του θέση. Η Καλλιπάτειρα αισθάνθηκε απροσμέτρητη αηδία ανάμεικτη με φόβο από αυτό που έβλεπε. Τρέχοντας πήγε και πήρε το σκουπόξυλο από το μπάνιο και με την άκρη του κατόρθωσε σιγά σιγά να επαναφέρει το μεταλλαγμένο έντομο στην αρχική του θέση ανάμεσα σε επιφωνήματα φόβου και σιχασιάς.

"Επιτέλους, δεσποινίς μου" αναστέναξε με ανακούφιση το τερατίδιο τσέπης. "Τι είσαι;" τον ρώτησε η κοπέλα κολλημένη στην άλλη γωνία του δωματίου κρατώντας προτεταμένο το σκουπόξυλο ως ένα ακόμα θανατηφόρο όπλο. "Κάποια βδελυρή εκδήλωση μετάλλαξης του Γκρέγκορ Σάμσα στην πραγματικότητα; Ότι και αν είσαι φύγε τώρα. Να ξέρεις, έχω στο ντουλάπι Teza!" To κατσαριδοαγόρι πήδηξε από το κρεβάτι και με χάρη ευλύγιστης κατσαρίδας άρχισε να κατευθύνεται προς το μέρος της. "Τσ, τσ, αγαπητή μου! Προσέξτε το λεξιλόγιό σας. Είμαι το πνεύμα των μελλοντικών Χριστουγέννων και θα έρθετε μαζί μου να σας δείξω ποιο είναι το μέλλον σας αν συνεχίσετε την ίδια πρακτική απέναντι στις γιορτές". Η κοπέλα χαμήλωσε απειλητικά το σκουπόξυλο. "Το πιστεύω πως είσαι όντως αυτό που λες αλλά δεν με ενδιαφέρει. Έχω δει αρκετά περίεργα πράγματα απόψε αλλά με αφήνουν παγερά αδιάφορη. Δε με ενδιαφέρει καθόλου το πνεύμα των Χριστουγέννων είτε του παρελθόντος, είτε του παρόντος, είτε του μέλλοντος. Τουλάχιστον ο Σκρουτζ κάτι είχε να μάθει στην ιστορία του Ντίκενς. Εσείς είστε λες και βγήκατε από το marketing plan ενός πανηλίθιου golden boy". Η φωνή της έγινε πιο αποφασιστική. Είχε καταλήξει στο πλάνο δράσης που θα ακολουθούσε. "Εσύ στο βιβλίο του Κάφκα στο τέλος πεθαίνεις. Και λέω να στρέψω εγώ την πλοκή σε εκείνο το σημείο γιατί ήταν τρομερά ενδιαφέρον". Λέγοντας αυτά κατέβασε το σκουπόξυλο με όση δύναμη διέθετε επάνω στο πλάσμα. Ακούστηκε ένας ανατριχιαστικός ήχος ( σαν να συνθλίβεται μία κατσαρίδα κάτω από τη βάρβαρη σόλα μίας γερμανικής μπότας) και η Καλλιπάτειρα έκλεισε τα μάτια με τρόμο. Τα ξανάνοιξε διστακτικά δευτερόλεπτα αργότερα και προκαταβολικά αηδιασμένη για αυτό που θα αντίκρυζε.

Τίποτα όμως δεν υπήρχε το σημείο που πριν λίγο βρισκόταν το πλάσμα. Πέταξε το σκουπόξυλο στο πάτωμα και ξεφύσηξε ανακουφισμένη. Η αποψινή βραδιά ήταν τρομερά διδακτική. Ήξερε ακριβώς τι έπρεπε να κάνει τώρα. Πήρε το τηλέφωνο και σχημάτισε έναν αριθμό που είχε αναβάλει άπειρες φορές να καλέσει τις τελευταίες ημέρες. Απάντησε ο τηλεφωνητής κάτι που ήταν λογικό μια και η ώρα ήταν ήδη τέσσερις τα ξημερώματα. Μετά το χαρακτηριστικό ήχο η κοπέλα μίλησε: "Γεια σου, Τηλέμαχε. Είμαι η Καλλιπάτειρα. Σε παίρνω για να σε ενημερώσω πως αποφάσισα αύριο το πρωί να φύγω για τον γύρο της Ευρώπης. Δεν ξέρω ούτε από που θα ξεκινήσω, ούτε πότε θα γυρίσω. Ξέρω μόνο πως θα ήθελα να έρθεις μαζί μου έστω και αν γνωριζόμαστε λίγες ημέρες. Θα σε περιμένω εννέα το πρωί στην πύλη για αναχωρήσεις εξωτερικού. Έρθεις, δεν έρθεις εγώ θα φύγω αλλά θα ήθελα να σε δω εκεί. Καλό σου βράδυ."

Η κοπέλα έκλεισε το τηλέφωνο. Έβγαλε μία βαλίτσα που είχε στο πατάρι και άρχισε να βάζει όσα ρούχα θεωρούσε απαραίτητα μέσα. Αισθανόταν το σώμα και την ψυχή της ανάλαφρα και είχε μία έντονη διάθεση να περιπλανηθεί. Η ζωή την περίμενε.




-----Η ιστορία και οι πρωταγωνιστές ουδεμία σχέση έχουν με πραγματικά γεγονότα και πρόσωπα. Ή μήπως όχι;-----

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου