Δευτέρα 4 Νοεμβρίου 2013

Κοιτάζοντας τη θάλασσα

Καθόταν στην ακρογιαλιά και ατένιζε τη θάλασσα. Το φως της σελήνης που παιχνίδιζε επάνω στο νερό και ο γουργουριστός ήχος των κυμάτων που έσκαγαν στην ακτή την ηρεμούσαν. Μόνο έτσι, μόνο δίπλα στη θάλασσα ένιωθε να καταλαγιάζει η τρικυμία που συχνά μαινόταν μέσα της και απειλούσε να την πνίξει. Και μόνο βραδιές σαν την αποψινή αυτό το μικρό κομμάτι του εαυτού της, αυτό που τη χώριζε πάντα από τους άλλους γαλήνευε ως ένα βαθμό.
Μέσα στην απαλότητα της νύχτας και το ελαφρύ αεράκι που ερχόταν από τον πέλαγος αναλογίστηκε για μια στιγμή ολάκερη τη ζωή της. Προσπάθησε να θυμηθεί από πότε ένιωθε έτσι, από πότε ένιωθε χώρια από τους άλλους. Δεν είχε όμως κανένα νόημα πια να ψάχνει για λόγους και αιτίες. Το κενό, ο μικρός ζόφος ήταν πάντα εκεί. Μερικές φορές μεγάλωνε και απειλούσε να την καταπιεί. Άλλοτε γινόταν μικρός σχεδόν αδιόρατος αλλά ποτέ δεν έφευγε εντελώς.
Με το πέρασμα των χρόνων έμαθε να το δέχεται, σχεδόν αγάπησε αυτό το μυστικό μέρος του εαυτού της, αυτό που την οδηγούσε πάντα σε μοναχικούς δρόμους και δύσκολες επιλογές. Το αγάπησε γιατί την έμαθε να συμπονά περισσότερο τους άλλους, να καταλαβαίνει τη δική τους μοναξιά αφού την κουβαλούσε πάντα μέσα της. Όσες εμπειρίες και αν έζησε, ότι σταυροδρόμια και αν συνάντησε πάντα βαθιά την συνόδευε αυτή η επτασφράγιστη μοναξιά, η αίσθηση πως δε συμπλέει ποτέ ακριβώς με τους άλλους αλλά τραβά δική της ρότα που σα να μη μπορεί κανείς να την ακολουθήσει.
Και ήταν πια συμφιλιωμένη με αυτό. Συνήθως...
Γιατί απόψε μέσα στη νυχτερινή σιγαλιά και τη γαλήνη αισθάνθηκε να ανεβαίνει μέσα της σα φουσκονεριά το παράπονο. "Να μπορούσα να βυθιστώ στη θάλασσα και να ζήσω για πάντα ευτυχισμένη στα φιλόξενά της νερά" σκέφτηκε.
"Θεία, θεία, η μαμά ρωτάει αν θα έρθεις για φαγητό" ακούστηκε μια παιδική φωνή λίγο πιο πίσω της. Γύρισε και αντίκρυσε το μικρό της ανιψιό, ένα πεντάχρονο αγόρι με φωτεινά μάτια, να ξεπροβάλει από το σπίτι που ήταν πίσω από την ακρογιαλιά, το εξοχικό της αδελφής της.
"Θα έρθω σε λίγο" απάντησε και γύρισε να αντικρύσει ξανά την ακρογιαλιά.
"Τι βλέπεις; Το φεγγάρι;" Ο μικρός ήρθε και κάθισε δίπλα της.
"Nαι, το φεγγάρι. Δεν είναι όμορφο;" γύρισε και του χαμογέλασε. Ο ανιψιός της ήταν εξαιρετικά ευφυής και πολύ διορατικός όπως βέβαια όλα τα παιδιά της ηλικίας του.
"Θεία, το έχω σκεφτεί πολλές φορές που σε βλέπω να κάθεσαι εδώ λυπημένη. Αν παίρναμε μία βάρκα μαζί, τη βάζαμε στη θάλασσα και πηγαίναμε να πιάσουμε το φεγγάρι, θα ήσουν χαρούμενη μετά;"
Τον κοίταξε βουβή από συγκίνηση, τα μάτια της βούρκωσαν.
"Είμαι χαρούμενη τώρα που είσαι εδώ μαζί μου" του είπε.
Ο μικρός έβαλε το χέρι του μέσα στο δικό της και έγειρε το κεφαλάκι του στον ώμο της. Και για πρώτη φορά μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια αισθάνθηκε το σκοτεινό μοναχικό εκείνο κομμάτι του εαυτού της, να εξαφανίζεται μέσα σε ένα ζεστό εκτυφλωτικό φως. Θαύμασε και απόρησε. Τόσον καιρό αναρωτιόταν, βασανιζόταν, έψαχνε. Και ήταν τόσο κοντά της; Έμεινε αμίλητη, έκθαμβη μπροστά στην απλότητα της συγκλονιστικής αποκάλυψης. Αγκάλιασε σφιχτά τον ανιψιό της και έμειναν να θαυμάσουν λίγο ακόμα το φως του φεγγαριού να αντανακλάται με χίλια δυο παιχνιδίσματα επάνω στο θαλασσινό νερό.