Κυριακή 12 Απριλίου 2015

Ροδούλα, όπως λέμε τροφαντό ρόδο

Η Ροδούλα στάθηκε γυμνή μπροστά από τον ολόσωμο καθρέφτη της κρεβατοκάμαράς της και κοίταξε με περηφάνεια τις πτυχώσεις σάρκας που κάλυπταν ολόκληρο το σώμα της. Γύρισε την πλάτη και θαύμασε πάνω από τον ώμο της τα πληθωρικά της καπούλια έτσι όπως ταλαντεύονταν σα χαλαρό ζυμάρι σε κάθε υποψία κίνησης.

Η μητέρα της της έλεγε πάντα από μικρή ότι δεν πρέπει να αφήσει κανέναν πέρα από τον άντρα που σκοπεύει να παντρευτεί να γευτεί το δροσερό της λουλούδι και παρότι είχαμε φτάσει στο 2015 η Ροδούλα, σε αυτό τουλάχιστον είχε ακούσει τη μητέρα της. Ούτως ή άλλως είχε ανακαλύψει ήδη από τα 12 πως τα κορίτσια έχουν και άλλους τρόπους να μαγέψουν τα αγόρια. Δεν είχε σημασία που ήταν η πιο τσουπωτή από όλα τα άλλα κορίτσια στο πανάκριβο ιδιωτικό σχολείο που πήγαινε. Δεν την απασχολούσε καν που μερικά από αυτή την κορόιδευαν είτε φανερά, είτε πίσω από την πλάτη της. Της Ροδούλας της άρεσαν πολύ τα αγόρια και ήξερε με διάφορους τρόπους να τα ευχαριστεί. Οι τουαλέτες του σχολείου είχαν υπάρξει αρκετές φορές μάρτυρες των κατορθωμάτων της και πέρα από τα ξακουστά της καπούλια, το στόμα της και οι απίστευτες τεχνικές που χρησιμοποιούσε για να ευχαριστήσει τα αγόρια ήταν ονομαστά ανάμεσα στους συμμαθητές της.

Ναι, η ζωή ήταν ωραία για την Ροδούλα. Δεν την ένοιαζε καν που είχε χαμηλούς βαθμούς στο σχολείο. Ο πατέρας της της είχε πει πως ούτως ή άλλως θα την έστελνε μετά σε ένα ιδιωτικό κολλέγιο να πάρει ένα τυπικό πτυχίο έτσι ώστε να μπορέσει μία μέρα να αναλάβει την επιχείρησή του. Εταιρεία καθαριότητας είχε ο πατέρας της με την επωνυμία "Αστράφτω". Στην ουσία νοίκιαζε υπαλλήλους καθαρισμού σε επιχειρήσεις, δήμους, ακόμα και σε υπουργεία. Τα περιθώρια κέρδους τεράστια. Οι υπάλληλοι, κυρίως αλλοδαποί, πληρώνονταν λίγα και δηλώνονταν για πολλά περισσότερα. Της τα είχε πει ο πατέρας της από τον καιρό που πήγαινε ακόμα γυμνάσιο. "Έτσι, Ροδούλα μου, βγάζεις χρήματα τη σήμερον ημέρα. Τρώνε και αυτοί ένα κομμάτι ψωμί, βγάζουμε και εμείς τα κέρδη μας. Ευγνώμονες, θα έπρεπε να είναι που τους δίνουμε και αυτή την ευκαιρία". Η κρίση είχε στην ουσία αυξήσει τα περιθώρια κέρδους γιατί ο πατέρας της, σοφός όπως πάντα, είχε μειώσει τους μισθούς και άλλο στο προσωπικό αλλά δεν είχε μειώσει το κόστος ενοικίασης των υπαλλήλων. Και κάπως έτσι ο πρώην τσοπάνης πάνω σε μία έκλαμψη επιχειρηματικής ευφυίας (τη μοναδική ίσως στη ζωή του), είχε πουλήσει το τεράστιο κοπάδι του στο χωριό και είχε ανοίξει, λίγο πριν παντρευτεί τη μητέρα της, αυτή την επιχείρηση.

Τώρα έμεναν στη Κηφισιά, σε ένα παλαιό αρχοντικό που είχαν αγοράσει κοψοχρονιά από κάποιους ξεπεσμένους αριστοκράτες που το μόνο που τους είχε απομείνει ήταν αυτό. Αμόρφωτους νεόπλουτους, τους έλεγαν πίσω από την πλάτη τους οι παλαιότεροι Κηφισιώτες, αλλά τον πατέρα της δεν τον ένοιαζε. "Μπορεί να μην έχω μόρφωση" της έλεγε "αλλά έχω χρήματα. Και αυτό μετράει πλέον στην Ελλάδα. Άστους να λένε. "

Mε αυτές τις σκέψεις η Ροδούλα, γύρισε μπροστά για να θαυμάσει στον καθρέφτη το τροφαντό της στήθος.  Την τελευταία ημέρα του σχολείου αυτό στο στήθος είχε αποτελέσει σημείο μέγιστης ηδονής για τον πρόεδρο του δεκαπενταμελούς του σχολείου της, ένα από τα πιο δημοφιλή παιδιά. Η συμφωνία ήταν συμφωνία. Μπορούσαν να "παίξουν" μαζί όσο ήθελαν, μπορούσε να δοκιμάσει όλες της τις εσοχές, εκτός από το δροσερό της λουλούδι. Και έτσι ακριβώς έγινε αφήνοντας και τους δύο πλήρως ικανοποιημένους. Σε δύο μήνες τελείωνε από το ιδιωτικό λύκειο που πήγαινε τώρα και είχε ήδη εξασφαλισμένη μία θέση σε ένα από τα καλύτερα κολλέγια της Αθήνας, μια και ο πατέρας της φρόντισε εδώ και αρκετά χρόνια να είναι ένας από τους πιο "γερούς" του χορηγούς.

Η Ροδούλα έκανε μία τελευταία στροφή γύρω από τον εαυτό της, θαυμάζοντας τις δίπλες και τις τρίπλες που κάλυπταν το σώμα της. Υπήρχαν δύο πράγματα στον κόσμο που αγαπούσε πολύ: Να παίζει με τα αγόρια παιχνίδια σαν το προχθεσινό και να τρώει. Την περασμένη εβδομάδα έκανε τρομερή υπομονή γιατί ήταν μεγαλοβδομάδα και η μητέρα της την είχε μάθει να νηστεύει. Ήταν πολύ δύσκολο για τη Ροδούλα να νηστεύει. Έτρωγε κρέας και γλυκά καθημερινά υπό κανονικές συνθήκες και τώρα που είχε φτάσει επιτέλους η ώρα να φάει το πολυπόθητο αρνάκι στο κυριακάτικο πασχαλινό τραπέζι, της έτρεχαν κυριολεκτικά τα σάλια. Ήθελε όμως να μην αμαρτάνει και η μητέρα της (μία κυρία εξίσου τροφαντή και ευφυής σαν την κόρη της) την είχε διδάξει πως η νηστεία την εβδομάδα αυτή "ξεπλένει" όλες τις αμαρτίες. Και η Ροδούλα το είχε ανάγκη αυτό. Κάθε χρόνο αυτές τις ημέρες "καθάριζε" από όλα τα κρυφά ηδονικά παιχνιδάκια που έπαιζε με τα αγόρια του σχολείου της. Τώρα ήταν έτοιμη να κατέβει. Ντύθηκε βιαστικά φορώντας ένα φόρεμα που τόνιζε τις υπερπλούσιες καμπύλες της και ιδίως αυτή του στήθους και κατέφθασε στην τραπεζαρία με τεράστια όρεξη.  

Πέντε λεπτά αργότερα το πιάτο της ήταν φορτωμένο μέχρι επάνω με αρνί και πατάτες. Ταυτοχρόνως είχε γεμίσει ένα μεγάλο ποτήρι με κόκα κόλα και έτρωγε με τεράστιες πιρουνιές. "Σιγά, παιδί μου. Κάνεις σα να έχεις να φας δέκα χρόνια" της έκανε την παρατήρηση η ευμεγέθης μητέρα της από την άλλη άκρη του τραπεζιού  η οποία εκείνη τη στιγμή γέμιζε το δεύτερό της πιάτο. "Άσε το κορίτσι να φάει. Είναι υγεία." ανταπάντησε ο πατέρας της από την άλλη μεριά του τραπεζιού αφήνοντας και ένα τεράστιο ρέψιμο. "Ευχαριστώ, καλέ μπαμπά" χαμογέλασε η ευτραφής έφηβη με γεμάτο στόμα αφήνοντας να φανεί το μισοαλεσμένο περιεχόμενό του. Έκανε να καταπιεί τη μπουκιά της και συνειδητοποίησε ότι κάτι δεν πήγαινε πολύ καλά. Ένιωθε σαν κάτι να της είχε καθίσει στο λαιμό. Ήπιε βιαστικά κάμποση κόκα κόλα αλλά τα πράγματα έγιναν χειρότερα. Είχε αρχίσει να νιώθει τρομερή δυσφορία και δυσκολευόταν να αναπνεύσει. Πλεόν αισθανόταν ασφυκτικά. Έπιασε τον λαιμό της με το δεξί της χέρι και σηκώθηκε απότομα από το τραπέζι ρίχνοντας το πιάτο της στο δάπεδο. "Το παιδί, το παιδί!" ήταν οι τελευταίες φωνές της μητέρας της που άκουσε ενώ ένιωσε να σβήνουν όλα γύρω της.

Το ασθενοφόρο έφτασε μισή ώρα μετά. Ήταν ήδη πολύ αργά. Η Ροδούλα ήταν ήδη νεκρή. Η μητέρα της έκλαιγε γοερά πάνω από το ακίνητο της σώμα το οποίο ήταν απλωμένο σε μία επιφάνεια που άνετα μπορούσαν να καλύψουν τρία κορίτσια της ηλικίας και του ύψους της. Ο πατέρας της σφούγγιζε τα δάκρυά του κατασπαράσσοντας το τελευταίο κοψίδι. Ο θάνατος της μοναχοκόρης του δεν  είχε επιβραδύνει ούτε στο ελάχιστο το πασχαλινό του φαγοπότι.

Το μοιραίο είχε προέλθει από ένα τεράστιο κόκκαλο που είχε σφηνωθεί στον οισοφάγο της κοπέλας και είχε φράξει κάθει δυνατή δίοδο για αέρα. Πολλοί ήταν αυτοί που αναρωτήθηκαν πως μπόρεσε να καταπιεί τόσο μεγάλο κόκκαλο αλλά αυτοί οι άσχετοι δεν ήξεραν πόσο εξασκημένος ήταν αυτός ο οισοφάγος και τι μεγέθη είχε μάθει να δέχεται. Το γνώριζαν όμως καλά οι άρρενες συμμαθητές της που αντιλήφθηκαν στο πετσί τους την τεράστια απώλεια και κενό που αφηνε πίσω της ο χαμός της Ροδούλας. Για αυτό και κατέκλυσαν την κηδεία της  η οποία έγινε δύο μέρες μετά. Από τα κορίτσια του σχολείου της δεν ήρθε καμία. Πιθανότατα για προφανείς λόγους ταπεινού γυναικείου ανταγωνισμού.


Και κάπως έτσι χάθηκε από προσώπου γης η Ροδούλα. Μία πασχαλινή Κυριακή, με ανοιξιάτικο καιρό, κοψίδια, ποιοτική μουσική από τα ηχεία (από Ρίτα Σακελλαρίου μέχρι Ιτιά Ιτιά) και μπόλικη σόδα μετά. Καλό Πάσχα. 



-----Η ιστορία και οι πρωταγωνιστές ουδεμία σχέση έχουν με πραγματικά γεγονότα και πρόσωπα. Ή μήπως όχι;-----

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου